Σχετικά άρθρα
ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΠΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Παρασκευή, 25 Ιούνιος 2010 00:14 | |||
Άννα Καραμπά Αναλαμβάνοντας το «τραύμα»
Η σκηνοθέτης και συγγραφέας της παράστασης το «Σπίτι στο δάσος» μιλάει στο «Επί Σκηνής» για την νεοσύστατη ομάδα της «Ατέλεια» και το πρώτο της έργο που παίχτηκε στο φεστιβάλ off-off.
Μιλήστε μου για την ομάδα σας και το ιστορικό της πορείας της. Η ομάδα «Ατέλεια» συστήθηκε με αφορμή το Off-Off Festival. Η Μαρία Μπρανίδου και η Σοφία Δερμιτζάκη έχουν δουλέψει στο θέατρο και στο κινηματογράφο κι εγώ έχω γράψει θεατρικά έργα κι έχω συμμετάσχει σε διαγωνισμούς. Εδώ και χρόνια φίλες, μοιραζόμαστε κοινές απόψεις για τη θεατρική πράξη. Επομένως, ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη και στον τρόπο προσέγγισης της δουλειάς, ήταν από την αρχή λυμένα. Η παρούσα παράσταση είναι η πρώτη μας κοινή δουλειά.
Μιλήστε μου για την παράσταση που παρουσιάζετε στο φεστιβάλ Το έργο γράφτηκε επίσης με αφορμή το φεστιβάλ. Επειδή ήταν γνωστό πως θα παρουσιαζόταν στο φουαγιέ του θεάτρου, γράφτηκε ένα site specific έργο. Υπήρξε ανάγκη να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του συγκεκριμένου χώρου. Οι χαρακτήρες του έργου και η ιστορία τους είναι από «άλλο τόπο» κατοικούν στην «άλλη σκηνή», που βρίσκεται μακριά από τις ασφαλείς, προκατασκευασμένες αναπαραστάσεις που υιοθετούμε για να τα «βγάλουμε πέρα» στη ζωή. Γι’ αυτό και επιλέχθηκε μια σκηνοθετική προσέγγιση που στόχο είχε να ισορροπεί ανοίκεια ανάμεσα στο στυλιζάρισμα και στην ελεύθερη κίνηση και έκφραση των ηθοποιών. Το έργο πραγματεύεται την καθήλωση στην παιδική ηλικία, την –συχνά παρατεταμένη χρονικά- ψυχική επαναδιαπραγμάτευση ενός παρελθόντος τραύματος το οποίο αποκτά την οριστική του μορφή τώρα που «το μιλώ και το χρεώνομαι». Οι ηρωίδες σταδιακά, συχνά παλινδρομώντας ή ξεχνώντας, αναλαμβάνουν την ύπαρξη και το «πάσχειν» τους, δωρίζοντας η μία στην άλλη το άγχος τους. Με ένα συνεχές πινγκ-πονγκ πόνου και ομιλίας, διανοίγουν μέσα τους χώρο απ’ όπου θα υποδεχθούν την ίδια τους την ιδιαίτερη υποκειμενικότητα.
Ανάμεσα στις δύο αδελφές υπάρχει ένας δεσμός πιο ισχυρός απ’ τον συνηθισμένο. Πως δημιουργήθηκε; Οι δύο αδερφές έμεναν πολύ μόνες τους. Η μητέρα έφευγε και ο πατέρας, όταν δεν μπορούσε να τις αναλάβει εκείνος καλύπτοντας την απουσία της, τις άφηνε στη θεία. Το κενό όμως που άφηνε η μητέρα δεν μπορούσε να αναπληρωθεί με υποκατάστατα. Έκτισαν ένα κόσμο όπου οι δύο τους μπορούσαν να επιβιώνουν με ζωτικά ψεύδη- «κάποιοι κακοί απήγαγαν τη μαμά», «δεν έφευγε με τη θέληση της». Ο δεσμός της οικογένειας επιστρέφει έτσι στο παρόν τους μέσα από ένα παραμορφωτικό φακό που αδυνατεί να διαχωρίσει τις δύο κοπέλες σε αυθύπαρκτες οντότητες, σε δύο ώριμες γυναίκες. Άρα, δε δημιουργήθηκε ένας δεσμός πιο ισχυρός από το συνηθισμένο αλλά ένα ελλιπές, ανολοκλήρωτο γράπωμα, μία σχέση που δεν αναπνέει. Δύο άνθρωποι κολλημένοι ο ένας στον άλλο δεν μπορούν να επιλέξουν να δεθούν. Η γνώμη μου είναι πως από κάποια άποψη οι δύο αδελφές δεν ξεπέρασαν ένα πρώιμο στάδιο της ψυχικής ανάπτυξης, στο οποίο ωστόσο μπαίνουμε όλοι, στο οποίο αλληλοκαθρεφτίζουμε τις ανάγκες μας και «ξεπατικώνουμε» την επιθυμία μας από εκείνη ενός άλλου χωρίς να διαχωριζόμαστε ψυχικά από αυτόν.
Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι οι δύο νεαρές γυναίκες μοιράζονται τις κοινές τους ώρες μόνο στα φουαγιέ του θεάτρου. Τι σημαίνει γι’ αυτές ο ιδιαίτερος αυτός χώρος; Στο έργο -στην τελευταία σκηνή- γίνεται σαφές πως το θέατρο ήταν ένας χώρος στον οποίο βρισκόταν όλη η οικογένεια μαζί. Αυτό προοικονομείται ήδη στη σκηνή με τη θεία, καθώς γίνεται γνωστό πως και για τη μαμά τους αποτελούσε μια κληροδοτημένη οικογενειακή συνήθεια, που την είχε μεταφέρει στη δική της οικογένεια. Το θέατρο είναι ένας τόπος ασφάλειας για τις δύο αδερφές, είναι το μέρος που «συναντούν» τη μητέρα τους. Οι δύο αδερφές επιλέγουν να βρίσκονται εκεί που το παρελθόν τους παρουσιάζεται ως «υγιές» και στρογγυλεμένα ασφαλές, αφού εκεί ήταν «όλοι μαζί», όπως θα όφειλε να συμβαίνει και στην πραγματική τους ζωή. Επιλέγουν λοιπόν ως τόπο συνάντησης έναν ωραιοποιημένο και αρμονικό φαντασιακό χώρο, το χώρο που παρακολουθούν δήθεν εξ’ αποστάσεως την «προσωπική τους ιστορία», ως μια ιστορία ικανή να συγκινήσει και να φτάσει σ’ ένα τέλος. Ωστόσο, ασυναίσθητα θεωρούν πως, εφόσον συναντώνται σε αυτό τον «μη τόπο» του θεάτρου, επέχουν της πραγματικής τους ιστορίας, τη θέτουν σε παρένθεση. Οι ιστορίες, τα παραμύθια, πως επηρέασαν την ψυχοσύνθεση των δύο κοριτσιών και πως διαχωρίζουν τους δύο διαφορετικούς χαρακτήρες; Στο έργο υπάρχουν οι ιστορίες που ύφαινε η μεγάλη αδερφή και το παραμύθι που στοίχειωσε την παιδική τους ηλικία. Η μεγάλη αδερφή επωμιζόμενη το στερεοτυπικό της ρόλο, ένιωθε πως έπρεπε να προστατεύσει την αδερφή της και για αυτό φτιάχνοντας ιστορίες ξανάγραφε τη ζωή τους, βάζοντας σ’ ένα μαγικό κόσμο την αδερφή της όπου ο διαχωρισμός καλού κακού ήταν ευκρινής. Στο γνωστό παραμύθι «Χένσελ και Γκρέτελ» ο πατέρας και η μητριά εγκαταλείπουν τα παιδιά στο δάσος, γιατί δεν μπορούν να χορτάσουν την πείνα τους. Από εκεί και πέρα αρχίζει το ταξίδι προς την ωρίμανσης τους. Αντίθετα, η εκδοχή του παραμυθιού που ήξεραν εκείνες- αυτό που τους έλεγε ο πατέρας- ήταν πως οι γονείς λένε στα παιδιά να μην απομακρυνθούν από το σπίτι- ο πατέρας ήθελε να τις προστατεύσει από τον κίνδυνο και όχι να τις εκθέσει σ’ αυτόν-. Η αναλογία του πραγματικού παραμυθιού με την ιστορία των δύο αδερφών είναι νομίζω σαφής. Γι αυτό και στο έργο οι ηρωίδες «συναντούν» στη ζωή τους πρόσωπα που αισθάνονται ότι βγαίνουν από το χρόνο παιδικού παραμυθιού. Η μεγάλη αδερφή είναι εκείνη που, κουρασμένη πια, θέλει να προχωρήσει πέρα από το παρελθόν -ήταν αυτή που ήξερε την αλήθεια- αλλά δεν μπορεί, ενώ η μικρή αδερφή ούτε επιθυμεί ούτε και μπορεί να το κάνει.
Η απουσία κι η παρουσία της μητέρας δόμησαν ή αποδόμησαν τους χαρακτήρες των κοριτσιών; Οι χαρακτήρες των δύο κοριτσιών σαφώς και δομήθηκαν από την έντονα παρούσα «απουσία» της μητέρας. Αυτό που αποδομήθηκε είναι η εξέλιξη της σχέσης των δύο αδερφών, η οποία καθηλώθηκε σ’ ένα πρώιμο στάδιο, σ’ εκείνο που η συγχώνευση είναι κάτι υγιές και αναμενόμενο, ενώ δεν προχώρησε σε μια οριοθέτηση των δύο χαρακτήρων. Ωστόσο, η πατρική λειτουργία ήταν προβληματική, εφόσον δεν επέφερε μία επίπτωση οριοθέτησης στο λόγο και την ψυχική ζωή των δύο αδελφών. Συμβαίνει στη ζωή πολλών οικογενειών, η μαμά να απουσιάζει ή να μη ζει, αλλά δεν απηχεί αυτό το έλλειμμα με τον ίδιο τρόπο στην ψυχική ζωή όλων των παιδιών. Το χρέος της ανάπτυξης των δύο γονεϊκών λειτουργιών φέρει τότε ο εναπομείναντας γονέας, παρά τις προφανείς δυσκολίες του εγχειρήματος, ενώ από μία ηλικία και πέρα, το πιστώνονται τα ίδια τα παιδιά χωρίς να αποποιούνται την ανάληψη της ύπαρξής τους.
Γιατί η μία από τις δύο ηρωίδες, αυτή που διηγείται τις ιστορίες, ήθελε να είναι τραυματισμένη; Έχοντας την ευθύνη να προστατέψει τη μικρή της αδερφή και καθώς ήταν εκείνη που προσπαθούσε μ’ αγωνία να της κρύψει την αλήθεια, ανέφερε σε κάποια από τις ιστορίες της πως επιθυμούσε να είναι και εκείνη «ο τραυματίας». Είχε και η ίδια ανάγκη της φροντίδας και της προσοχής, αυτής που της έλειπε από την έλλειψη της μητέρας της. Παράλληλα, το κείμενο αφήνει να διαφανεί πως το τραύμα είναι κάτι που δομείται στο λόγο μας σιγά –σιγά και μπορεί να εμφανισθεί δευτερογενώς σε μία ύστερη, πιεσμένη, φάση της ζωής μας. Τραύμα, λοιπόν, είναι κάτι που το «αναλαμβάνεις» κάποια στιγμή και για να το ξεπεράσεις πρέπει να επωμισθείς το συμβολικό του βάρος και να το πενθήσεις. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα αυτόματα και με φυσική αναγκαιότητα. Πως αντιλαμβάνεστε το μέλλον του θεάτρου στη χώρα μας; Δεν είμαι σε θέση να προβλέψω τις εξελίξεις στο θέατρο της χώρας μας αλλά μπορώ να μιλήσω για την διαπιστωμένη δυσκολία νέων ομάδων να δείξουν τη δουλειά τους καθώς οι χώροι νοικιάζονται με απαγορευτικά ποσά. Ένα θέατρο μιας χώρας πορεύεται με τις σταθερές και δοκιμασμένες από το χρόνο αξίες του χώρου αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε και η παρουσία νέων ομάδων που θα συνδιαλέγονται δημιουργικά διαμορφώνοντας ένα ζωντανό και κινητικό παρόν.
Ποια είναι τα δικά σας όνειρα για το μέλλον; Επιθυμούμε ως ομάδα να κάνουμε δουλειές με όρους αξιοπρέπειας, ότι μπορεί να σημαίνει αυτό και να μπορούμε να στηρίζουμε τις καλλιτεχνικές μας επιλογές. Προσωπικά, θα ήθελα να μου δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσω και άλλα έργα μου «επί σκηνής».
Τι γνώμη έχετε για το φεστιβάλ; Είναι μια σπουδαία ευκαιρία για τις νέες ομάδες να δείξουν τη δουλειά τους και να συνδιαλλάσσονται.
Για ποιο λόγο κάνετε θέατρο; Όπως όλες οι τέχνες, έτσι και η θεατρική πράξη έρχεται να μετουσιώσει την υπαρξιακή αγωνία, να την καταλαγιάσει και να την μετατρέψει σε προσφορά, δωρίζοντάς την.
Ποια είναι η γνώμη σας για το διαδικτυακό περιοδικό για το θέατρο «Επί Σκηνής»; Είναι αναγκαία η ύπαρξη του, καθώς ο κόσμος σήμερα ενημερώνεται πλέον διαδικτυακά.
|