Σχετικά άρθρα
ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Σάββατο, 09 Οκτώβριος 2021 08:59 |
Ταξίδι μιας Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα του Ευγένιου Ο, Νηλ Η δραματουργία Το επικό έργο του Ευγένιου Ο, Νηλ γράφτηκε το 1941 και θεωρείται ένα από τα κορυφαία κλασικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα. Αντανακλώντας την ελληνική τραγωδία, σαν ένα φαύλο, αναπόδραστο οικογενειακό δράμα, δεν εμπεριέχει ευχάριστες ανατροπές ή τη δικαίωση – κάθαρση. Καθένα από τα μέλη της οικογένειας και μέσα από ό,τι θεωρείται ανυπέρβλητη περίσταση, βυθίζεται στην αυτολύπηση, στην παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και στην ανάγκη, ως μονόδρομος, λεκτικών επιθέσεων – κατηγοριών του ενός στον άλλον. Είναι, ακόμη, μια ζωντανή απεικόνιση της βιωματικής εμπειρίας του συγγραφέα, ο οποίος μεγάλωσε σε μια οικογένεια μ’ έναν πατέρα- αφέντη και, λόγω του αυτοβιογραφικού περιεχομένου του, το απαγόρευσε να δημοσιοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία το 1956, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, και μέσα στην ίδια χρονιά στο Broadway, όπου κέρδισε πολλά βραβεία κι ανάμεσά τους ένα «Tony» καλύτερου έργου. Πρόκειται για ένα μακρύ ταξίδι ημέρας μέσα στη νύχτα. Ένα ταξίδι στην κόλαση της δυσλειτουργικής οικογενειακής ζωής που μαστίζεται από την χρήση ναρκωτικών, το μεθύσι, την αναπόφευκτη σύγκρουση και την τρέλα που συνοδεύει τον μεγάλο θυμό. Θυμός που εκρήγνυται σε βάρος του εαυτού σου ή σε βάρος άλλων. Θυμός που βγαίνει σε αγαπημένα πρόσωπα αλλά και σε αγνώστους, σε συνεργάτες ή σε γυναίκες ποθητές του αγοραίου έρωτα. Φοβικά γεγονότα. Αυτό που δεν παύει ποτέ να εκπλήσσει είναι η ιλιγγιώδης συναισθηματική αντίφαση των χαρακτήρων του O’ Νηλ. Μέσα από μια σφιχτή κλασική δομή, αναπηδούν πυροτεχνήματα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση. Το έργο εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μιας ημέρας στη ζωή της οικογένειας Τάιρον σε μια παραθαλάσσια πόλη, το Νέο Λονδίνο, του Κονέκτικατ, το καλοκαίρι του 1912. Ο πατέρας Τζέιμς Τάιρον είναι ένας πολύ επιτυχημένος ηθοποιός, που έχει σφυρηλατήσει μια μακροχρόνια καριέρα στο σανίδι. Ωστόσο, η φιλαργυρία του καταφέρνει οδυνηρά κτυπήματα στην οικογένεια. Η σύζυγος, Μαίρη Τάιρον, βιώνει την πλήρη εξάρτηση από την μορφίνη. Ζει σχεδόν τυλιγμένη σ’ ένα σάβανο πικρών αναμνήσεων και κατηγοριών, οι περισσότερες εκ των οποίων επιβάλλονται από τον σύζυγό της Τζέιμς. Ο μεγαλύτερος γιος τους, Τζέιμς τζούνιορ , είναι ένας αποτυχημένος ηθοποιός που απολαμβάνει τη ζωή με ποτό και ιερόδουλες, ενώ ο μικρότερος γιος τους Έντμοντ, επιστρέφει από τα καράβια, στα οποία δούλευε ως ναυτικός, για να ανακαλύψει ότι πάσχει από φυματίωση. Όλα τα μέλη της οικογένειας είναι εγωκεντρικά και μεμψίμοιρα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αλληλοβοηθηθούν. Κανείς τους δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς ζητάει από τη ζωή και αυτό καθιστά την κατάστασή τους όλο και πιο ανυπόφορη. Ως εκ τούτου, ένας τοξικός κύκλος ενοχών και εθισμών περικλείει διαρκώς τους ήρωες του έργου, αλλά οι ανατροπές και οι παλινδρομήσεις ανάμεσα στις ατομικές και συλλογικές ευθύνες, αναγκάζουν τον θεατή να «παραδοθεί» στην ψευδαίσθηση της πλοκής και στην βιωματική του πραγματικότητα. Ο συγγραφέας Ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ο, Νηλ, από τους πλέον σημαντικούς του 20ου αιώνα, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1936) και τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ για τα έργα: "Beyond the horizon" (1920), "Anna Christie" (1922), "Strange Interlude" (1928), "Long day's journey into night" (1957). Τρίτος γιος του διάσημου ηθοποιού Τζέιμς Ο΄ Νηλ και της Έλλα Κουίνλαν, γεννήθηκε σε ξενοδοχείο του Μπρόντγουεϊ και έζησε τραυματικά παιδικά χρόνια, γεγονός που επηρέασε τόσο την προσωπική του ζωή, όσο και το έργο του. Εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, αποβλήθηκε και δεν επέστρεψε ποτέ. Εργάστηκε ως κλητήρας στη Νέα Υόρκη, έφυγε ως χρυσοθήρας στην Ονδούρα και ταξίδεψε ως ναύτης με εμπορικά πλοία, αποκομίζοντας γνώσεις και παρατηρήσεις ιδιαίτερα χρήσιμες στη σκιαγράφηση των ηρώων του. Αποφασισμένος να αφοσιωθεί στη συγγραφή θεατρικών έργων, εγκατέλειψε την περιπλάνηση και παρακολούθησε τα σχετικά μαθήματα που πρόσφερε το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Η παράσταση Η παράσταση ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου ως συμμετοχή στο φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών, έκανε μια μεγάλη βόλτα σε διάφορες πόλεις της χώρας, παραστάθηκε μπροστά σε χιλιάδες θεατές ως πρόσκληση – πρόκληση κι επέστρεψε στον αύλιο χώρο της Μονής Λαζαριστών , για να κλείσει ένα θερμό ελληνικό καλοκαίρι με την ομίχλη και την υγρασία του καλοκαιριού του Νέου Λονδίνου Κονέκτικατ Αμερικής, όπου διαγραμμίζεται το δράμα της οικογένειας Τάϊρον. Ο σκηνοθέτης, ακολουθώντας τα βήματα του συγγραφέα, στέκεται με ιδιαίτερη συμπάθεια απέναντι στους τσακισμένους ήρωες. Η παράσταση δεν φιλοδοξεί να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να αναδείξει τις σχέσεις των μελών της οικογένειας σε όλον τον βασανισμένο κύκλο άρνησης ανάληψης ευθυνών τους. Και το επιτυγχάνει σε αξιόλογο βαθμό. Το ταξίδι μεγάλο, εξοντωτικό, μοιάζει ατελείωτο και απαιτεί προσήλωση, υπομονή, αντοχή εκ μέρους του θεατή. Ωστόσο, χρειάζεται ο πολύς χρόνος σ’ αυτή τη διαδρομή, για να καταλυθούν οι αντιστάσεις, να αναδυθεί το απέραντο τοπίο θλίψης, αγωνίας και συγχώρεσης σε μια οικογένεια που ταλανίζεται από ενοχές, καθόλου μικρά καθημερινά εγκλήματα, χρονικά και συναισθηματικά πισωγυρίσματα, αλληλοκατηγορίες και, που όμως, παραμένει με όλα αυτά μια σφιχτοδεμένη οικογένεια . Θα πρέπει να πω ότι η σκηνοθεσία τόλμησε να περικόψει το τεράστιο κείμενο που είναι θαμμένο κυριολεκτικά στην πολυλογία, χωρίς να του στερήσει τους γλυκόπικρους χυμούς του. Οι χαρακτήρες του έργου είναι απογυμνωμένοι με ανοικτίρμονα ευθύτητα από κάθε είδους συμβατική αισθηματολογία. Οι σκηνές είναι στυγνές και δυνατές, ο χρόνος ενιαίος, ο τόπος το ίδιο. Οι διάλογοι αψείς, σχεδόν σκαιοί, καταλυτικοί. Το δράμα προχωρεί από σκηνή σε σκηνή με ανηλεή ρυθμό που φτάνει προς το τέλος σε μια υπνωτισμένη φρενίτιδα, σάμπως η εφιαλτική περιπέτεια να' χει συμβεί στο χείλος της λησμοσύνης. Οφείλω να ομολογήσω ότι με ελκύει η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και αυτό το έργο προσφέρει πολύ θάμπος και βαριές σκιές, όταν ερμηνεύεται από μια επαγγελματική ομάδα ηθοποιών, που μπορούν να χειριστούν το σκοτάδι με τη δική τους εσωτερική λάμψη, φωτίζοντας τους χαρακτήρες παρά τη σκληρότητα που αυτοί αποπνέουν Ως εθισμένη στη μορφίνη Mαίρη Κάβαν Τάιρον - Βέρα Κρούσκα, φέρνει εντυπωσιακά χρώματα στον ρόλο μιας γυναίκας που ξανοίγει την ομίχλη που μπαίνει από παντού στο σπίτι. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, επειδή αναγνωρίζει ότι το ταξίδι του τίτλου είναι δικαίως δικό της και ότι οι άντρες τής ιστορίας είναι υποδεέστεροί της, έστω κι αν δείχνουν οργισμένοι, θλιμμένοι, εγωιστές αλλά είναι ανίκανοι μάρτυρές της. Έτσι, λοιπόν, η Μαίρη- Βέρα Κρούσκα είναι μια απελπισμένη μαχήτρια, αμυντική και χειριστική. Κι όχι μόνο. Είναι ποθητή αλλά και τρομαχτική , μοναχική, περήφανη, μοχθηρή και μπερδεμένη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι δέσμια μιας εξάρτησης. Πολυκύμαντη η φωνή της, τη χρησιμοποιεί σαν μουσικό απαλό όργανο και φινετσάτο, ζεστό και μητρικό, στη συνέχεια αγκαθωτό και βάναυσο σαν να ξεβράζει λέξεις από ένα απύθμενο πηγάδι απελπισίας και, στο τέλος, σαν άηχη κραυγή αναχώρησης με εισιτήριο τις μνήμες. Ο Πέρης Μιχαηλίδης υποδύεται τον σύζυγό της Τζέιμς, με φιλότιμη αντοχή στις συνεχείς διακυμάνσεις ενός αλλοπρόσαλλου χαρακτήρα και με συμπαθητική αυτοσυγκράτηση στο ζοφερό οικογενειακό τοπίο. Ενίοτε, τελεσφορεί η προσπάθειά του να μετατρέπεται από ανθρώπινο ζεστό σύζυγο σε απάνθρωπο άγριο πατριάρχη. Καθώς είναι διαλυμένος από τον έκκλητο βίο του, ο μεγαλύτερος γιος Τζέημς τζούνιορ, ενσαρκώνεται από τον Θανάση Σαράντο, ο οποίος γεμίζει την μεθυσμένη σκηνή της αποκορύφωσης του του με έντονο σκοτεινό χιούμορ και με απρόθυμη, επιδερμική τρυφερότητα προς τον καχεκτικό μικρότερο αδερφό του, Έντμουντ – Χρήστο Διαμαντούδη. Ως Έντμουντ ο Διαμαντούδης είναι μια επιπόλαιη προσωπικότητα. Η σπουδή του, η σάπια οικογενειακή υποδομή και η ασθένειά του μεταφέρονται στη σκηνή με ακρίβεια. Η Σταυριάνα Παπαδάκη ως Καθλίν, αφελής, συμπονετική, μοναχική, με τσαγανό και ευαισθησία, φλύαρη κι ανυπόμονη, μια Ιρλανδή μετανάστρια με φωναχτές σκέψεις, υπηρετώντας την οικογένεια κι αντέχοντας το βαρύ κλίμα στο εξοχικό των Τάϊρον, είναι η μόνη υγιής, φωτεινή και κάποτε κωμική πινελιά του έργου». Η σκηνογραφία της ΄Ασης Δημητροπούλου φέρνει μια καλοκαιρινή εξοχική κατοικία, ξεθωριασμένη από τον χρόνο και ποτισμένη από την ομίχλη σκληρών αντιπαραθέσεων που τυλίγουν τα πρόσωπα. Οι σκάλες που οδηγούν στο επάνω δωμάτιο, έχουν μια σκοτεινή εξωπραγματική απόχρωση που χαρίζει την αίσθηση ωκεανού και ξεθωριάζει σε ένα κανονικό ξύλινο πάτωμα. Έξω από τους γυάλινους τοίχους του σαλονιού, το Νέο Λονδίνο του Κονέκτικατ μοιάζει με την Αρκτική, καθώς τα φώτα του Λευτέρη Παυλόπουλου δημιουργούν ένα σταθερό εφέ εντυπωσιακού σέλαος . Η παράσταση, εν τέλει, είναι ένα ευπρόσδεκτο άγγιγμα ψυχής σε ένα έργο που, αν παρασταθεί σωστά, δίνει την αίσθηση ότι ο Ο'Νηλ, παρέχοντας ένα αναπάντεχο πορτρέτο της οικογένειάς του, ζητά τη μεταθανάτια συγχώρεση τους. Απόδοση: Νίκος Γκάτσος Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία: Θανάσης Σαράντος Σκηνικά: Άση Δημητρολοπούλου Κοστούμια: Μπιάνκα Νικολαρεϊζη Μουσική: Κώστας Ευαγγελίδης Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Επιμέλεια Βίντεο: Άντα Λιάκου Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης, Γιάννης Γκρέζιος Δραματουργική συνεργασία: Μάρκος Τσούμας Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δανάη Πανά Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη Οδηγός σκηνής: Καλλιόπη Παπαθανασίου Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου Σχεδιασμός αφίσας: Σιμώνη Γρηγορουδη
Πέρης Μιχαηλίδης (Τζέιμς Τάιρον) Βέρα Κρούσκα (Μαίρη Κάβαν Τάιρον) Θανάσης Σαράντος (Τζέιμς Τάιρον Τζούνιορ) Χρήστος Διαμαντούδης (Έντμοντ Τάιρον) Σταυριάνα Παπαδάκη (Κάθλιν) |