Sweeney Todd - ο αστικός θρύλος του φονικού κουρέα των Ντέπυ Ασληχανίδου και Έφης Σισμανίδου
Ο διάσημος αστικός θρύλος του Σουίνι Τοντ, φονικού κουρέα της οδού Φλίτ 186 στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, ξαναζωντάνεψε σε μια πρωτότυπη θεατρική μεταφορά στο Θέατρο Σοφούλη στη Θεσσαλονίκη, σε κείμενο των Ντέπυ Ασληχανίδου και Έφης Σισμανίδου και σε σκηνοθεσία Λένας Πετροπούλου.
Ο αστικός θρύλος Το Νοέμβριο του 1846 στο αγγλικό περιοδικό People’s Periodical κάνει την εμφάνιση της για πρώτη φορά μέσα από μια συλλογή ιστοριών με το τίτλο “A string of Pearls-A romance”, η ιστορία του Sweeney Tod του φονικού κουρέα στης οδού Φλιτ 186. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, στη Βικτωριανή Αγγλία, ο ήσυχος οικογενειάρχης κουρέας Μπέντζαμιν Πάρκερ καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δε διέπραξε ποτέ και εξορίζεται για δεκαπέντε έτη «χάρη» στη διαφθορά και δολοπλοκία του ανώτατου δικαστή Τέρπιν. Συνεργός του, η αδίστακτη κ. Λόβετ που διατηρεί μαγαζί με κρεατόπιτες ακριβώς κάτω από το κουρείο του Πάρκερ, βαθιά ερωτευμένη με τον κουρέα. Ο Τέρπιν, γοητευμένος από τη γυναίκα του Πάρκερ, Λούσυ, ασελγεί εις βάρος της και την οδηγεί στην αυτοχειρία. Το μένος και το ανικανοποίητο του πόθου του δικαστή στρέφεται τώρα στη νεογέννητη κόρη του Πάρκερ, τη Γιοχάνα, που τίθεται υπό την κηδεμονία του με απώτερο όμως σκοπό να την «κάνει δική του» και να την παντρευτεί. Όταν ο Πάρκερ επιστρέφει από την πολύχρονη εξορία του, πληροφορείται από την κ. Λόβετ που δεν έπαψε στιγμή να τον περιμένει, το θάνατο της αγαπημένης του Λούσυ και το δήθεν χαμό της μικρής του κόρης. Παρόλα αυτά επανέρχεται και αρθρώνεται και πάλι μπροστά μας στο παλιό κουρείο της οδού Φλιτ και με το πλαστό όνομα «Σουϊνι Τοντ» δε διστάζει να σκορπίσει το θάνατο σε όλο το δικαστικό σώμα προσφέροντας τους ένα «βαθύ ξύρισμα». Μέσω μιας καταπακτής που υπάρχει κάτω από κάθισμα τους και με το πάτημα ενός μοχλού, στέλνει τα θύματα του στο υπόγειο του κουρείου του, όπου εκεί, αναλαμβάνει η κ. Λόβετ να γεμίσει τις κρεατόπιτες της με τα διαμελισμένα μέλη των θυμάτων και να τα προσφέρει στους ανυποψίαστους περαστικούς. Οι κρεατόπιτες της γίνονται έτσι διάσημες ενώ το μόνο που περιμένει πια ο Σουίνι είναι η άφιξη του δικαστή Τέρπιν. Αυτός είναι σε γενικές γραμμές (και με αρκετές παραλλαγές) ο θρύλος που ενέπνευσε πλήθος ποιητών (μεταξύ τους και τον Έλιοτ), λογοτεχνών και σεναριογράφων (η πρώτη ταινία γυρίστηκε το 1936, στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1973 (Κρίστοφερ Μποντ) ενώ ευρέως γνωστή έγινε με το «αιματηρό μιούζικαλ» του Στιβεν Σόντχαϊμ το 1979 και στις νεότερες γενιές, το 2007 σε σκηνοθεσία του ευφυέστατου και πολυτάλαντου Τιμ Μπάρτον. Για να μπορέσουν όμως να «αλιευτούν» οι σημασίες του κειμένου είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας την εποχή κατά την οποία αυτό γράφτηκε όσο και αν πρόκειται για ένα θρύλο που στηρίζεται σε αφηγήσεις «από στόμα σε στόμα» και πιθανόν εμπεριέχει ελλιπή ιστορικά στοιχεία. Η κοινωνία της Βικτωριανής Αγγλίας είναι η εποχή των τεράστιων κοινωνικών αντιθέσεων, της παιδικής εκμετάλλευσης, του πουριτανισμού και της απόλυτης παρακμής των ηθών. Ο νόμος προστάτευε τους ισχυρούς και τους πλούσιους ενώ οι υπόλοιποι, βυθίζονταν στην εξαθλίωση. Εκατοντάδες παιδιά εργάζονταν σε εργοστάσια με άθλιες συνθήκες, εκατοντάδες άνθρωποι βασανίζονταν ενώ ο διαμελισμός δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οι φτωχοί και αδικημένοι δεν έχουν δικαίωμα να αντιδράσουν κι έτσι η φωνή τους καταπνίγεται και μαζί τους, η φωνή της ηθικής και δικαίου. Η μόνη «φωνή» αντίδρασης εκείνη την εποχή, ήταν η λογοτεχνική που σε πλήθος αριστουργημάτων του 19ου αιώνα γίνεται το σύμβολο του φόβου και της χαμένης αξιοπρέπειας. Για τα σημερινά δεδομένα, ο θρύλος αυτός θα θεωρούνταν τερατώδης. Ρίχνοντας όμως μια αναδρομική ματιά στη δύσοσμη Λονδρέζικη κοινωνία του 19ου αιώνα, βλέπουμε πως όλη αυτή η «δυσοσμία» ονομάζεται, προσδιορίζεται και βγαίνει στο φως μέσω των ηρώων της, ενώ ο ίδιος ο Σουίνι δε κάνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που η ίδια η κοινωνία με το κλειστό και ανεξέλεγκτο σύστημα της, πράττει. Σε μια τέτοια κοινωνία όπου η αλλοτρίωση του ατόμου έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της, ο Σουινι θα έπρεπε ή να εξαφανιστεί και να σωπάσει, ή «να πάρει θέση» με ένα ρόλο ριζικά διαφορετικό. Ο φονικός κουρέας όμως δεν «εξευγενίζει» τον τρόπο του, δε συνεχίζει το δρόμο του αδιάφορος, παρά τους «πληρώνει» με το ίδιο σκληρό και απάνθρωπο νόμισμα. Το «θέλω» του δεν είναι απλά η εκδίκηση, παρά ο πόθος, η κραυγή για απονομή «δικαιοσύνης».
Η παράσταση Με δόσεις μαύρου χιούμορ η Ντέπυ Ασληχανίδου και Έφη Σισμανίδου, έχτισαν ένα σφιχτοδομημένο, απόλυτα διαυγές κείμενο που πορεύεται στο κυρίαρχο δίπολο έρωτας-θάνατος (ή αλλιώς έρωτας-εκδίκηση), με δυναμική πολυμορφική όπου η μουσική και το τραγούδι (στίχος) λειτουργούν ως επεξηγηματικό στοιχείο της αφήγησης, συμπληρώνουν τη δράση, την εξελίσσουν, την περιγράφουν, και προκαλούν έντονα συναισθήματα. Η σκηνοθετική γραμμή της Λένας Πετροπούλου είναι απλή και καθαρή, άμεση, χωρίς καταφυγή σε σχήματα ή σύμβολα. Εκμεταλλευόμενη στοιχεία του μουσικού θεάτρου εκφράζει το συναισθηματικό περιεχόμενο και σημασία των αρνητικών στοιχείων (του φόβου, του θυμού, της σαθρής κοινωνίας, της εξαθλίωσης, ακόμα και του θανάτου) και τα μεταλλάσει πολυμήχανα σε στοιχεία ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Με λεπτές αποχρώσεις του στοιχείου της υπερβολής, μετατοπίζει τα θλιβερά συμβάντα προς το ανώδυνα αναχρονιστικό και εξωπραγματικό, αποφορτίζοντας το θεατή. Πολύ ενδιαφέρουσα η μοντέρνα αισθητική του Γιώργου Δερνίκα με την ευλυγισία και λειτουργικότητα του σκηνικού εκείνου που επιτρέπει να χωρέσουν τόσο οι πράξεις που εκτυλίσσονται ομαλά και ήσυχα, όσο και οι έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις. Σκηνικά και κοστούμια σε μια αρμονία γραμμών και τόνων θυμίζουν το κλίμα των χρόνων της εποχής εκείνης, συνδυάζοντας αρμονικά δραματικές λωρίδες σκοταδιού (μαύρο μακιγιάζ και ενδυμασίες) με το κόκκινο του ερωτικού πάθους για την ερωτευμένη και δυναμική κ. Λόβετ, τη νεαρή Γιοχάνα και τον αιμοδιψή πια, Σουίνι. Μέσα σε μια εξαιρετική goth ατμόσφαιρα που συνηγορεί στο όργιο της φαντασίας του θεατή και μας θυμίζει το ομώνυμο γοτθικό μιούζικαλ του Τιμ Μπάρτον και παρά τις κάποιες μικρές εκφραστικές ή τονικές αστοχίες, οι νεαροί ηθοποιοί της παράστασης καταφέρνουν να διαχειρίζονται πειστικά το ρόλο τους με ζωτικότητα και εμφανή ζήλο και προσπάθεια. Μια ιδιαίτερα ατμοσφαιρική παράσταση (με κορυφαία στιγμή τον «άφωνο» θρήνο του Σουίνι όταν διαπιστώνει πως από λάθος έχει σκοτώσει την κόρη του ) με την πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Βαγγέλη Παρασκευά να αφήνει έντονα το στίγμα της. Ακόμα κι αν στη σημερινή εποχή το μήνυμα που θα μπορούσε να εκλάβει ο θεατής είναι πως η εκδίκηση καταστρέφει αυτόν που την αποπειράται, σε αυτόν τον μικρόκοσμο του 19 ου αιώνα δεν παύει ο Σουίνι να είναι ο εκφραστής ενός συλλογικού ασυνείδητου, που «μιλάει» για λογαριασμό των θυμάτων μιας σαθρής κοινωνίας και «παίρνει θέση» απέναντι σε αυτή. Και κάπου εδώ ίσως βρίσκεται και ο λόγος που ένας serial killer της βικτωριανής εποχής έχει μείνει τόσο βαθιά χαραγμένος στη λογοτεχνική/κινηματογραφική μας μνήμη.
Σκηνοθεσία: Λένα Πετροπούλου Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Βαγγέλης Παρασκευάς Στίχοι τραγουδιών: Ντέπυ Ασληχανίδου Κινησιολογία: Τάσος Παπαδόπουλος Επιμέλεια σκηνικών/γραφιστική επιμέλεια: Γεώργιος Δερνίκας Επιμέλεια κοστουμιών: Αποστόλης Καραγιάννης Κατασκευή κοσμημάτων: Αναστασία Κοψαχείλη Φωτισμός: Ανέστης Ατακτίδης Μακιγιάζ: JM/YMCA MUA TEAM Παίζουν (αλφαβητικά) οι ηθοποιοί: Ντέπυ Ασληχανίδου, Άρης Βέβης, Κωνσταντίνος Μελίδης, Άγγελος Ρούσσος, Έφη Σισμανίδου, Αργυρώ Τόλιου, Κωνσταντίνος Τσακίρης και η Δήμητρα Ευαγγελοπούλου.
ΘΕΑΤΡΟ ΣΟΦΟΥΛΗ Τραπεζούντος 5 και Σοφούλη
Παραστάσεις: Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20:00 Εισιτήρια: κανονικό 10€, μειωμένο 8€ (φοιτητικό, ανέργων, πολυτέκνων, ΑΜΕΑ & άνω των 65) και 5€ ατέλειες
|