Σχετικά άρθρα
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΡΑΤΑΚΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 25 Ιούνιος 2012 18:43 | |||
Παναγιώτης Μπρατάκος Πολλά ταλέντα, ένας στόχος, το θέατρο!
Επιμέλεια: Μάριος Παΐτάρης Μίλησε μου για τις σπουδές σου. Τελείωσα την Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 2004 με ειδίκευση στην γλωσσολογία, δούλεψα στην εκπαίδευση από το 2004 έως το 2006 και την ίδια χρονιά πέρασα στην σχολή του Εθνικού θεάτρου και αποφοίτησα το 2009. Πρώτος μου ρόλος ήταν ο Φίλιπ στα «Ορφανά» του Κέσλερ σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη. Αργότερα συμμετείχα στον «Βιοπαλαιστή στην στέγη» του Λάκη Λαζόπουλου ο οποίος με έμαθε πάρα πολλά. Να είμαι ο εαυτός μου, να είμαι αυθεντικός να δοκιμάζω νέα πράγματα να εξελίσσομαι να πειραματίζομαι να αυτοσχεδιάζω. Αμέσως μετά δοκιμάστηκα συγγραφικά, κάτι που το ήθελα από μικρός. Ανεβαίνει η παράσταση «2Χ4» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μελισσόβα και την σαιζόν 2010-2011 ανεβαίνει στο ΚΘΒΕ το πρώτο μου έργο, το «Όνειρο του Χάιμε», ένα παραμύθι ενηλικίωσης.
Γιατί λέγεται Χάιμε; Αυτό μου το ρωτάνε συνέχεια… Αν διαβάσεις το έργο θα δεις ότι τα ονόματα είναι Χάιμε, Λαρς, Κρίστιαν… Στην ουσία επειδή είναι παραμύθι έπαιξα πάρα πολύ με την ονοματοποιία, ήθελα όπως στα παραμύθια, το όνομα να αποδίδει ιδιότητα στον ήρωα. Λέγεται λοιπόν Χάιμε γιατί ο ρόλος είναι αέρινος, αν διαβάσεις το έργο θα το καταλάβεις. Το δεύτερο έργο μου λέγεται «Είμαι οργή» κι ένας φίλος ήδη το μεταφράζει στα αγγλικά με τον τίτλο «I am rage». Έγραψα επίσης τα κείμενα για μια παράσταση που ανέβασε η Ζωζώ η Σαπουντζάκη στο Badminton και λεγόταν «Ζωή σαν παραμύθι».
Μίλησε μου για την συνεργασία σου με τον Δημήτρη Μελισσόβα… Ο Δημήτρης είναι ένας άνθρωπος ρομαντικός, ρομαντικά ονειροπόλος, γράφει ρομαντικά του αρέσει να ταυτίζεται μ’ αυτό που γράφει. Εγώ αντίθετα είμαι άνθρωπος της ζωής, είμαι πολύ πιο λαϊκός, με την καλή έννοια, εμένα μου αρέσει η λέξη λαϊκός και θεωρώ τον εαυτό μου, λαϊκό άνθρωπο. Δεν θέλω να καταλήξω ένας intellectual άνθρωπος που ασχολείται μόνο με το θέατρο και δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει δίπλα του… Η πολλή φαντασία κι η πολλή διανόηση σε κάνει να ξεχνάς ότι το θέατρο αφορά την κοινωνία και σε πάει σε μια άλλη μορφή τέχνης, πιο εξεζητημένη… Πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις αλλάζει τον κόσμο ενώ στην ουσία δεν αλλάζεις τίποτα, έχεις ήδη απομακρυνθεί από τον κόσμο… Σημασία έχει βέβαια ότι μπορείς να επηρεάσεις το κοινό ειδικά αν δεν το σνομπάρεις και φυσικά το θέατρο ενέχει επίσης προοπτικές για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Ως συγγραφέας ανάλογα με το θέμα σου αλλάζεις το ύφος της γραφής σου ή κάνω λάθος; Ναι, γενικά κι ως συγγραφέας, μου αρέσει πολύ να πειραματίζομαι. Το «Όνειρο του Χάιμε» είναι γραμμένο για παράδειγμα με τις συνθήκες του μαγικού ρεαλισμού, το «Είμαι Οργή» είναι γραμμένο με όρους του σκληρού ρεαλισμού. Γενικότερα ακροβατώ ανάμεσα στα όρια ρεαλισμού και συμβολισμού. Αν μπορούσα να εντάξω τον εαυτό μου σε ένα συγγραφικό ρεύμα, θεωρώ ότι είναι αυτού του μαγικού ρεαλισμού.
Μίλησέ μου για την παράσταση στην οποία σε είδα φέτος, το «Bent». Εγώ το κείμενο δεν το είχα διαβάσει, το διάβασα πρώτη φορά αφότου μου έγινε η πρόταση. Το είχα ακουστά βέβαια, την περίοδο που σπούδαζα στην δραματική σχολή. Ωραίο κείμενο, σκληρό, ρεαλιστικό. Ρώτησα τον Δημήτρη τον Καραντζιά για ποιο ρόλο με ήθελε και όταν μου είπε ότι με θέλει για τον Ρούντι του απάντησα «πλάκα μου κάνεις». Ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση, κάτι τελείως αντίθετο μ’ αυτά που έχω κάνει. Κι αν τον δεις σε σχέση με μένα σαν εμφάνιση, σαν στιλ, θεωρώ ότι είναι ένας κόντρα ρόλος. Ο Ρούντι είναι αρκετά θηλυπρεπής, μαθητευόμενος, χορευτής, κι ίσως αν θέλεις, είναι «slave» σαν τύπος ερμηνευτικά. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο με βοήθησε πάρα πολύ η προσπάθεια μου να τον ερμηνεύσω… Με ενέπνευσε κι ο Δημήτρης ο Καραντζιάς που είναι ένας άνθρωπος ήπιος αλλά με έντονο βλέμμα, το βλέμμα του βγάζει πολύ δύναμη. Γουστάρω πολύ τους ανθρώπους με δύναμη στο βλέμμα. Το κείμενο το θεωρώ πολύ σύγχρονο, δεν παίζει ρόλο το ότι διαδραματίζεται στο Βερολίνο του 1934. Βλέπεις ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ανθρώπους υπό διωγμό, κάτι που το συναντάς και σήμερα. Αυτό που διατάζει σε μια σκηνή ο Γερμανός στον Ρούντι, να βγάλει το γυαλιά του, θα μπορούσε σήμερα να είναι το «δέξου μείωση στον μισθό σου γιατί εσύ φταις που φτάσαμε εδώ», ή «δέξου ότι θα δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι», «δέξου ότι δεν θα έχεις ασφάλιση, ότι δεν θα έχεις σύνταξη» κι εντέλει βγάζοντας τα «γυαλιά» σου, ξέχνα την ικανότητά σου να βλέπεις. Το λέει και μέσα στο έργο αυτό: «Τα μάτια μου έχουν χειροτερέψει, χρειάζομαι καινούρια συνταγή», λέει κάποια στιγμή ο Ρούντυ κι αυτό έχει διπλή σημασία. Στην ουσία αυτό σου ζητάνε σήμερα, κι εγώ από εκεί γραπώθηκα, για να κατακτήσω αυτό τον ρόλο, είναι το να μην «βλέπεις».
Μίλησέ μου για την συνεργασία σου με την ομάδα «Illuminarti». Ποια είναι τα μέλη της ομάδας; Η ομάδα αποτελείται από την Αντιγόνη Χρόνη και την Κλεοπάτρα Οικονομίδου οι οποίες είναι χορεύτριες και χορογράφοι, τον Φίλιππο ο οποίος είναι εικαστικός και περφόρμερ, τον Παντελή Πολίτη ο οποίος είναι μουσικός, κιθαρίστας, την Άρτεμη Μπρατάκου η οποία είναι μουσικός και τραγουδίστρια. Επίσης τον Αλέξανδρο Ρεβέση ο οποίος είναι κι αυτός μουσικός και τραγουδιστής, την Περσεφόνη Γυράγγελου και την Ελένα Σταματίου οι οποίες είναι φοιτήτριες δραματικών σχολών και την Αγάπη που είναι η τρομπετίστας μας. Δημιουργήθηκε πέρυσι από την Αντιγόνη και δουλέψανε μόνοι τους με την βοήθεια της Μαρίας της Χρονιάρη για μια παράσταση στο Altera Pars. Φέτος ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τον Σεπτέμβρη υπό την μορφή ασκήσεων αυτοσχεδιασμού.
Το κείμενο της παράστασης; Είναι μια επιστολή που έστειλε ο Γιώργος – Αλέξανδρος Μαγκάκης από τις φυλακές Κορυδαλλού το 1971, επί χούντας, την οποία έγραψε κρυφά με αποδέκτη την Ευρώπη, τους ευρωπαϊκούς λαούς. Μέσα απ’ την φυλακή, ο αγωνιστής αυτός κάνει έκκληση για βοήθεια προς τους Ευρωπαίους και ταυτόχρονα διαμορφώνει κι εκφράζει το ευρωπαϊκό όνειρο, το ότι οι Έλληνες είμαστε Ευρωπαίοι, νιώθουμε Ευρωπαίοι είμαστε αδέρφια με τους άλλους λαούς της Ευρώπης και πρέπει να βοηθάμε ο ένας, τον άλλο. Είχατε κάποια μουσική διδασκαλία στην παράσταση; Και το ρωτάω, γιατί υπάρχει πολύ μουσική, πολύς χορός… Όχι δεν είχαμε, τα παιδιά δουλεύανε πάρα πολύ μόνα τους. Ο καθένας ανέλαβε από ένα κομμάτι, οι χορογράφοι, την κίνηση, οι μουσικοί την διδασκαλία του τραγουδιού, οι ηθοποιοί έδειχναν κάποια πράγματα στα άλλα παιδιά που δεν έχουν θεατρική εκπαίδευση, κάποια πράγματα που τους είχα πει κι εγώ από πριν. Ως σκηνοθέτης είχα αναλάβει τον συντονισμό, έβλεπα τις δράσεις κι έκανα παρατηρήσεις. Η Άρτεμη είχε αναλάβει για παράδειγμα την μουσική διδασκαλία σ’ ένα πρώτο επίπεδο ας πούμε. Ήθελα σε κάποια σημεία να βγει ακατέργαστο, ήθελα ακατέργαστα κομμάτια μέσα, γιατί επιδίωκα, όλο αυτό να χάσει την σοβαροφάνεια του, να έχει μια αίσθηση σχολικής γιορτής. Να είναι μια ομάδα από παιδιά, σημερινά, τα οποία θα πάρουν ένα κείμενο του Μαγκάκη και θα αναδείξουν σκηνικά τις έννοιες σαν παιχνίδι και μπορεί κάποια σημεία του να τα αποδομήσουν. Υπήρχε αυτό το στοιχείο στην παράσταση αλλά ακόμα κι ο αυθορμητισμός στη σκηνή απαιτεί πολύ καλή προετοιμασία, ίσως περισσότερη κι από ένα φορμαλιστικό θέαμα. Εσείς ωστόσο, σ’ αυτήν την πρώτη, κοινή σας απόπειρα, ρίξατε πιο πολύ το βάρος στην διαδικασία απ’ ότι κατάλαβα. Συνειδητοποίησα πώς μέσα από την διαδικασία της πρόβας, αυτά τα παιδιά ανακαλύπτουν τις έννοιες, οι οποίες έννοιες είναι ατόφιες μέσα τους. Απλά έχουν βιώσει όλη την αποδόμηση του πολιτικού σκηνικού κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Όλα τα «στοιχεία» βέβαια για να συντονιστούν, θέλουν περισσότερη δουλειά κι αν θέλεις τα παιδιά έκαναν σε πρώτη φάση μια επίδειξη των δυνατοτήτων τους. Ο Μαγκάκης έγραψε ένα κείμενο που δεν έχει αρμούς και ειρμούς, υπάρχει μια αίσθηση του «θέλω να μιλήσω, θέλω να τα πω όλα». Για τους λόγους που προανέφερα, το ίδιο το θέαμα θεωρώ ότι είναι πληθωρικό και το ήθελα να είναι έτσι. Ήθελα το μάτι του θεατή να πιάνει θραύσματα, να μην πιάνει μόνο το κείμενο αλλά θραύσματα πολλών άλλων στοιχείων. Μου αρέσει η διάσπαση του βλέμματος σε τέτοιου είδους θεάματα. Ήθελα να είναι σαν σχολική γιορτή, μια βαβούρα, μια διάσπαση του βλέμματος από πολλές εικόνες, από διαφορετικής υφής δράσεις… Αλλά ως ένα βαθμό είναι καθαρός κι ο στόχος, με την έννοια του ότι θα την βαρεθείς κάποια στιγμή την εικόνα και την επαναληψιμότητα της και θα ξαναγυρίσεις στο κείμενο. Ήθελα να υπάρχουν οι σημαντικές κορυφώσεις, ο θάνατος που είναι καθαρή κατάσταση, ο θρήνος, η αγωνία, η ασφυξία… Σκοπός μου ήταν να γίνει μια επεξεργασία λόγου σε δεύτερο επίπεδο, προκειμένου να αναδειχτούν κάποιοι χαρακτήρες μέσα απ’ το κείμενο, και να γίνει μια βελτίωση στην εκφορά του λόγου όσον αφορά τους ηθοποιούς. Αυτό που ήθελα να βγάλω κι ήμουν ξεκάθαρος σε αυτό με την ομάδα, ήταν μια γκροτέσκ αισθητική. Τους έδωσα ερεθίσματα από ταινίες με την συγκεκριμένη αισθητική και περίμενα να μου κάνουν προτάσεις για το πώς το φαντάζονταν εκείνοι σε σχέση με το πλαίσιο που τους έθεσα. Έκανα συνδέσεις ακολουθώντας όρους πειθαρχίας, έστησα εισόδους, εξόδους, εικόνες, δούλεψα ξεχωριστά τις αδυναμίες του κάθε παιδιού. Στόχος μου ήταν να τους εμφυσήσω την ομαδικότητα, να δουλεύουν μαζί τον λόγο την μουσική κι όποτε συνειδητοποιούν ότι κάποιος υστερεί σε κάτι να τον βοηθάνε να το βελτιώνει και να το εξελίσσει. Μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο οργανώνεται καλύτερα η ομάδα αλλά μαθαίνει και το άτομο, τι δύναμη έχει. Αυτό που τους είπα είναι: «Μάθε να κοιτάς στα μάτια, μάθε ότι η φωνή σου δεν είναι άσχημη, καμία φωνή δεν είναι άσχημη, μάθε ότι έχεις δύναμη, ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορείς να βασιστείς πάνω τους, άρα μην είσαι καχύποπτος με τους άλλους. Τρίφτηκα και εγώ με την σκηνοθεσία, ζορίστηκα αν θες ως προς την ενιαία «κατεύθυνση», στο να δημιουργήσω εικόνες και να οργανώσω ένα σύνολο σε μια πειθαρχία και στο να αρθρώσουν λόγο.
Θα μπορούσες να γίνεις καλός δάσκαλος υποκριτικής νομίζω… Η αλήθεια είναι ότι θα με ενδιέφερε κάποια στιγμή να ασχοληθώ με την διδασκαλία υποκριτικής, αλλά σε 20 χρόνια για παράδειγμα, γιατί θεωρώ ότι κάποιος για να γίνει δάσκαλος υποκριτικής πρέπει να έχει τεράστια εμπειρία και να αποφασίσει να ασχοληθεί αφότου έχει χορτάσει την τέχνη του. Γίνεται δάσκαλος τότε, γιατί θέλει πια να μεταδώσει τις γνώσεις του, την εμπειρία του...
|