Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ 2012 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 18 Απρίλιος 2012 15:11 | |||
Δημήτρης Καρατζιάς Από το «Bent»του Martin Sherman στο «Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει» της Claire Castillon Ο Δημήτρης Καρατζιάς σκηνοθετεί και παίζει φέτος στο «Bent» του Martin Sherman, προσφέροντάς μας μια παράσταση που συγκίνησε το κοινό με την τρομακτική επικαιρότητα του έργου και την σπαρακτική ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών, του ίδιου και του Στέφανου Κακαβούλη. Μιλάμε μαζί του μετά το πέρας της παράστασης στο φουαγιέ-μπαρ του ολόφρεσκου, καλόγουστου και φιλόξενου Vault, για το έργο, τον συγγραφέα, την παράσταση, την αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας στις μέρες μας και φυσικά για την επόμενη παράσταση που αυτό τον καιρό ετοιμάζει.
Γιατί επέλεξες αυτό το έργο; Τι ανταπόκριση μπορεί να έχει στους ταραγμένους καιρούς μας; Το να ανεβάσεις ένα έργο, το οποιοδήποτε έργο, στην Ελλάδα της κρίσης, είναι ευθύνη και μάλιστα μεγάλη. Πρέπει να αφορά, όχι μόνο τον εαυτό σου ή τον κύκλο σου αλλά σαφώς και τους συνανθρώπους σου. Το «Bent» είναι ένα τέτοιο έργο, ένα έργο με τεράστια δυναμική. Μέσα από την ιστορία που αφηγείται, έμμεσα και άμεσα θίγει θέματα όπως η προδοσία, η ασυδοσία, η συναισθηματική αναπηρία, η ανάγκη για επικοινωνία, η ασημαντότητα των εφήμερων σχέσεων, η ανθρώπινη σκληρότητα, η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας, η φρίκη κι ο παραλογισμός του πολέμου, η άρνηση της ταυτότητας. Στην Ελλάδα του 2012, των μνημονίων, της οικονομικής κρίσης, των αντιγερμανικών αισθημάτων, της τρομολαγνείας, του ρατσισμού, το έργο αυτό του Martin Sherman, έχει πολλά να πει στους συνανθρώπους μας. Και δυστυχώς, αν και γράφτηκε το 1978, τυχαίνει να είναι τραγικά επίκαιρο στις μέρες μας.
Πως σε επηρέασε σωματικά, συναισθηματικά και πνευματικά η πρώτη ερωτική σκηνή της παράστασης; Το να προσπαθήσεις να ταυτιστείς σωματικά, συναισθηματικά και πνευματικά με έναν άνθρωπο που βρίσκεται φυλακισμένος μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, πεινασμένος, διψασμένος, εξαντλημένος, κουβαλώντας αδιάκοπα πέτρες κάτω από τον καυτό ήλιο και που προσπαθεί να κάνει σεξ, ακίνητος, χωρίς να αγγίζει τον άλλο, μόνο με τα λόγια, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά το σεξ για να ξανανιώσει άνθρωπος, να γραπωθεί από τη ζωή, να βρει διέξοδο από τις απάνθρωπες συνθήκες, είναι τουλάχιστον εξαντλητικό. Η συγκεκριμένη σκηνή, που θεωρείται από τις δυσκολότερες του παγκοσμίου ρεπερτορίου, κι όχι αδικαιολόγητα, ουσιαστικά μας διέλυσε στις πρόβες. Εκεί που περισσότερο επικεντρώσαμε ήταν στην τραγικότητα της κατάστασης αυτών των ανθρώπων, στην δύναμη της ανθρώπινης ψυχής να βρει συντροφικότητα κι αγάπη και στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, στην εκτόνωση του ερωτικού πάθους, ακόμη και απέναντι στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Ποια είναι η γνώμη σου για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα η ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα και στον κόσμο; Το ότι θεωρείται ακόμη η ομοφυλοφιλία κακούργημα σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής, το ότι οι άνθρωποι αυτοί, όταν παραδέχονται τη σεξουαλική τους ταυτότητα, φυλακίζονται ή ακόμη χειρότερα δολοφονούνται, το ότι στην Ρωσία μόλις απαγόρευσαν ακόμη και την αναφορά στην ομοφυλοφιλία ή ότι στο Ιράκ τους σφάζουν, το ότι υπάρχει το κίνημα κατά των γκέι στην Liberia, το ότι ανέσυραν ξανά την δήλωση του προέδρου Mugabe πως «οι ομοφυλόφιλοι είναι κατώτεροι από τα σκυλιά και τα γουρούνια», δεν μπορεί παρά να με θλίβει βαθύτατα, όπως και κάθε άλλη μορφή ρατσισμού φυσικά. Ιδίως τώρα που μέσα στην οικονομική κρίση, τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται πια «κουλτουριάρικη» πολυτέλεια.
Πως συνεργάστηκες με την ομάδα και ποιοι άλλοι βοήθησαν στην παράσταση; Επτά ηθοποιοί, επτά διαφορετικές σχολές, επτά διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις. Ο κάθε ένας απ’ αυτούς, κι εγώ μαζί τους, έπρεπε να ξεκλειδωθούν, να βρουν τους ρόλους. Πολλές πρόβες, πολλοί αυτοσχεδιασμοί. Ταυτόχρονα ο χώρος που θα μας στέγαζε, φτιαχνόταν. Οι συνθήκες, έως και αντίξοες. Κούραση μεγάλη, πρόβες γύρω από μια σόμπα πετρελαίου...κι έντονη μυρωδιά από μπογιές. Όλοι τους όμως ήταν τόσο δοσμένοι σ’ αυτό. Χωρίς καμία διαμαρτυρία, χωρίς γκρίνια, μόνο με αγάπη κι αφοσίωση. Μαζί κι η σκηνογράφος, η Δέσποινα Χαραλάμπους που στον κάτω όροφο έφτιαχνε τα σκηνικά, οι αυθεντικές μουσικές του Μάνου Αντωνιάδη που σιγά-σιγά έντυναν τις σκηνές, τα κοστούμια του Δήμου Κλιμενώφ, με τη βοήθεια του ζωγράφου Μιχάλη Παπαδόπουλου και της Βίκης Σδούγκου που σταδιακά ερχόντουσαν… Να αναφέρω επίσης την παραχώρηση της μετάφρασης του Γιώργου Θεοδοσιάδη από τον Κώστα Κοντογιάννη, τον σχεδιασμό των λογότυπων από το Βαρνάβα Φιλίππου, τους σχεδιασμούς των φώτων από τον Οδυσσέα Παυλόπουλο και φυσικά τις πολύτιμες συμβουλές του ίδιου του συγγραφέα, του Martin Sherman, που ήρθε από την Αγγλία, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, για να δει τις πρόβες μας.
Πως ήταν η επαφή με τον συγγραφέα; Μαγική. Πρόκειται για έναν γλυκύτατο άνθρωπο, οξυδερκή, πνευματώδη, με εξαιρετικό χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια, με πάθος για ζωή, και όνειρα για την τέχνη του. Έναν άνθρωπο που δεν δίστασε να μειώσει τις οικονομικές του απαιτήσεις, κατά πολύ, προκειμένου να μπορέσει να ανέβει το έργο του από μια ομάδα νέων ανθρώπων. Και που πίστεψε στο όραμα μας, στις δυνατότητες μας, που ήταν δίπλα μας στις πρόβες, συμβουλεύοντας μας και καθοδηγώντας μας, χωρίς ίχνος έπαρσης και εγωισμού.
Πως διευθέτησες την διπλή σου δραστηριότητα και ως πρωταγωνιστής κι ως σκηνοθέτης; Σκηνοθέτης κι ηθοποιός στην ίδια παράσταση; Δεύτερη φορά και τελευταία. Εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο, δύσκολη προσπάθεια, ιδιαίτερα όταν κρατάς και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι πρόβες είναι το πιο δημιουργικό αλλά και το πιο δύσκολο κομμάτι μιας παράστασης. Μεγάλη ευθύνη, ο διπλός ρόλος. Κι η πίεση μεγάλη. Ευτυχώς είχα δύο βοηθούς σκηνοθέτες, τον Παναγιώτη Μπρατάκο και τον Νικόλα Σουλογιάννη, σ’ όλη αυτή την προσπάθεια. Επίσης, είχα κάνει μια πολύμηνη μελέτη της εποχής -Βερολίνο 34, Νταχάου, διώξεις, πολιτική κατάσταση στην Ναζιστική Γερμανία, προπολεμικά καμπαρέ-, είχα μελετήσει εκτενέστερα το ίδιο το έργο, τους ρόλους, τις σκηνές. Και φυσικά μήνες πριν αρχίσουμε τις αναγνώσεις ήξερα την κάθε φράση, την κάθε λεπτομέρεια του ρόλου, τι έκανε και γιατί, ο δικός μου ήρωας, ο Μαξ...
Τι σημαίνει λοιπόν για σένα η εποχή στην οποία εξελίσσεται η δράση του έργου και πως θα την βίωνες αν ήσουν στο Βερολίνο; Δυστυχώς η προπολεμική εποχή στο Βερολίνο, με την άνοδο του Ναζισμού, την φτώχεια, τον φόβο των μειονοτήτων, -Εβραίοι, Ρομά, ομοφυλόφιλοι, πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ-, τον ρατσισμό, τον τρόμο της ανεργίας και των διώξεων, την οργή και τον φόβο του απλού λαού, δεν απέχει και πολύ από αυτό που ζούμε στην Ελλάδα σήμερα. Σαφώς και δεν θα ήθελα να είμαι εκεί, όπως και παρόλο που αγαπώ την χώρα μου, δεν ξέρω, αν αυτή η κατάσταση χειροτερέψει, κατά πόσο θα ήθελα να συνεχίσω να ζω εδώ.
Μίλησέ μου για τον χώρο που σας φιλοξενεί και τις προοπτικές του; Το Vault, είναι ένας νέος πολυχώρος πολιτισμού που σκοπός του είναι να αποτελέσει ένα σημείο έκφρασης, δημιουργίας και συνάντησης, δυναμικών ανθρώπων των τεχνών, με επίκεντρο το θέατρο. Στόχος του, να προβάλει και να σχολιάσει, μέσω των έργων του, την σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο και κριτική διάθεση, καθώς και να προσφέρει σε νέους καλλιτέχνες έναν χώρο προβολής και ανάδειξης της δουλειάς τους. Παράλληλα με τις θεατρικές του παραστάσεις, το Vault, θα φιλοξενήσει και μια σειρά δράσεων από όλους τους τομείς των τεχνών.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου; Βρίσκομαι σε πρόβες, αυτή τη φορά έχοντας μόνο το ρόλο του σκηνοθέτη, για το «Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει» της Claire Castillon, σε μετάφραση Κατερίνας Μανιατάκη όπου διαλέξαμε τους 11 από τους 19 σπαρακτικούς μονολόγους- μονόπρακτα του έργου, και που ανεβαίνει στο Vault, αρχές Μαΐου. Το έργο το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Γιαλός» είναι ένα έργο σκληρό μα και βαθιά ανθρώπινο, που ενώ μιλάει για τη σχέση μάνας - κόρης, την ανάγκη τους για αποδοχή και επικοινωνία, το φόβο μπροστά στην αρρώστια ή στην απώλεια της μάνας ή της κόρης, ουσιαστικά θίγει θέματα όπως η αιμομιξία, η αντιμετώπιση του καρκίνου, η άνοια, η ενδοοικογενειακή βία, ο εξαναγκασμός, οι ψυχικές διαταραχές, η αυτοκτονία, τα γεράματα, το σύνδρομο down, κλπ. Τους έντεκα ρόλους θα ενσαρκώσουν οι ηθοποιοί Γιάννα Σταυράκη, Αθηνά Τσιλίρα, Ιωάννα Πηλιχού, Κυριακή Μαυρίδου, Νίκη Αναστασίου και Ειρήνη Σταματίου.
Ποια είναι η γνώμη σου για το «Επί Σκηνής»; Πολύ σημαντικό όταν άνθρωποι που γράφουν για το θέατρο το κάνουν με αγάπη, ευαισθησία, αντικειμενικότητα και γνώση. Σημαντικό και για μας, που μας δίνεται η δυνατότητα να δείξουμε την δουλειά μας αλλά και για τους θεατές που επιθυμούν να ενημερώνονται για οτιδήποτε συμβαίνει στον χώρο του θεάτρου. Καλή συνέχεια στο έργο σας...
|