Σχετικά άρθρα
ΙΩΑΝΝΑ ΓΚΑΒΑΚΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Ζωή Μαμμή | |||
Κυριακή, 18 Δεκέμβριος 2011 18:24 | |||
Ιωάννα Γκαβάκου Στο θέατρο η σοβαρή δουλειά γίνεται με τον θεατή
Η Ιωάννα Γκαβάκου μου άνοιξε το σπίτι της και την καρδιά της. Μιλήσαμε για την πορεία της στο χώρο, την πρόσφατη ερμηνεία της στην παράσταση «Τρεις ιστορίες –Τρεις εποχές» με έναν εκπληκτικό μονόλογο του Καμπανέλλη στο «Θέατρο του Ήλιου» αλλά και για τις απόψεις της περί θεάτρου. Χαμογελαστή, ανθρώπινη και φιλόξενη ξεδίπλωσε τις πιο λαμπερές κι ενδιαφέρουσες πτυχές του χαρακτήρα της. Μίλησε μου για τον μονόλογο του Καμπανέλλη που ερμήνευσες φέτος στο «Θέατρο του Ήλιου». Είναι το «Γράμμα στον Ορέστη». Είναι από ένα τρίπτυχο έργων του που αναφέρονται στους Αχαϊκούς μύθους. Το «Γράμμα στον Ορέστη» και ο «Δείπνος» ασχολούνται με τον κύκλο των Ατρειδών. Ο λόγος πηγάζει από μια σύγχρονη Κλυταιμνήστρα που ανατρέπει την σύμβαση ότι η τραγική ηρωίδα έχει άδικο. Ο Αγαμέμνων την έχει πάρει από ένα γάμο, το παιδί από τον άλλο γάμο το σκότωσε, την παντρεύεται, κάνει πάλι παιδιά μαζί της και μετά της παίρνει άλλο ένα παιδί για να το σκοτώσει. Φεύγει για δέκα χρόνια στον πόλεμο και γυρίζει με μια ερωμένη, την Κασσάνδρα. Οπότε με μια σύγχρονη ηθική, αναρωτιέσαι γιατί η Κλυταιμνήστρα να είναι κακιά; Υπήρχε όμως και μια ηθική σε εκείνο τον αιώνα όπου μια γυναίκα που θα τολμούσε να σηκώσει το ανάστημα της μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και να ζητήσει την εξουσία και να έχει ερωμένο, αυτό ήταν κάτι το απόλυτα καταδικαστέο. Στην Αισχύλεια τραγωδία υπάρχει ένα παιχνίδι του συγγραφέα που δένει την γυναίκα με την φωτιά. Στον δικό μου μονόλογο περιγράφει την καταστροφή της Τροίας και εκεί μιλάει σαν Κασσάνδρα. Εκεί ένιωσα ότι ο ρόλος άρχιζε να αποκτά μια μεταφυσική διάσταση. Με την ανάγνωση του Αισχύλου κατάλαβα ότι όλοι οι τραγικοί όταν έγραφαν για τις γυναίκες τις έβλεπαν μ’ έναν απέραντο θαυμασμό αλλά και με φόβο. Για να κεντράρουν οι περισσότεροι τραγικοί τις τραγωδίες τους πάνω στις γυναίκες σημαίνει ότι τις θεωρούσαν χαρισματικές υπάρξεις. Τώρα εδώ έχουμε τον Καμπανέλλη ο οποίος έρχεται με τα δικά του χαρακτηριστικά γραφής που είναι η απέραντη ανθρωπιά κι απλότητα. Ενώ όταν διαβάζεις ένα έργο του, ο λόγος του σου φαίνεται απλός όταν αρχίζεις να το παίζεις αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι αυτό το απλό έχει μια τεράστια βαθύτητα και όλο σκάβεις και βγαίνουν πράγματα. Είναι σαν μια πηγή που αναβλύζει συνέχεια. Αυτό τον ρόλο τον έχω παίξει πολύ στην Ελλάδα και στην Αμερική και κάθε φορά συναντιέμαι με καινούργια στοιχεία που μπορούν να με οδηγήσουν ένα βήμα παραπέρα. Ο Καμπανέλλης δικαιώνει την Κλυταιμνήστρα, βάζει τα δικά του στοιχεία. Παρουσιάζει έναν Αγαμέμνονα πάρα πολύ βίαιο, μια γυναίκα η οποία μπαίνει μέσα στο παιχνίδι του γάμου αγνά και με την διάθεση να προσφέρει και ξαφνικά βρίσκεται να συμβιώνει μ’ έναν άνθρωπο που έχει εμμονή με την εξουσία και ο γάμος δεν σημαίνει και πολλά γι’ αυτόν. Ο Καμπανέλλης χρησιμοποιεί την Κλυταιμνήστρα σαν σύμβολο της σύγχρονης γυναίκας. Εγώ όταν πρωτοδιάβασα τον ρόλο έλεγα ότι δεν υπάρχουν και τόσες κακοποιημένες γυναίκες πια σήμερα… Έχει έρθει όμως γυναίκα στο καμαρίνι και μου έχει πει: «Ζω ακριβώς αυτή τη ζωή που παρουσιάζεις στο έργο». Αυτό είναι θλιβερό. Επίσης πολλοί πατεράδες όταν έχουν δύο παιδιά, αγόρι και κορίτσι τα ξεχωρίζουν. Όλα αυτά είναι πράγματα που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι και σήμερα. Είναι μεγάλη ιστορία το θέατρο να επικοινωνεί με τον θεατή και να ακουμπάει στο βίωμά του. Η Κλυταιμνήστρα του Καμπανέλλη έχει σαν κίνητρο την αγάπη της για τη νεκρή κόρη ή το μίσος της για τον δυναστευτικό σύζυγο, όταν σκοτώνει τον Αγαμέμνονα; Όταν σκοτώνει τον Αγαμέμνονα, νομίζω ότι έχει πολλαπλά κίνητρα. Το πρώτο και βασικό είναι το μίσος για τον φόνο της Ιφιγένειας. Να σου πάρουνε ένα παιδί και να στο σκοτώσουνε για έναν πόλεμο, για να φυσήξει ένας άνεμος πολέμου είναι κάτι τραγικό. Είναι κάτι που δεν μπορεί ούτε το μυαλό σου ούτε η ψυχή σου να το χωρέσει. Από την άλλη ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως η απώλεια του παιδιού της, της δίνει και την δύναμη να δει καθαρά τα πράγματα, να αντιληφθεί σε τι ποιότητα ζωής ζει και ν’ αρχίσει να κάνει επιλογές. Γι’ αυτό και διαλέγει τον Αίγισθο σαν ένα καλό άνθρωπο και βλέπει ότι ζωή δεν χρειάζεται να είναι μαρτυρική κάθε στιγμή. Ταυτόχρονα είναι και μεγάλος πόνος ότι έχει χάσει την Ηλέκτρα. Τον Αγαμέμνονα τον μισεί γιατί δεν την αφήνει να χαρεί τίποτα .Και της έχει πάρει και σκοτώσει και ένα παιδί. Της έχει αφαιρέσει και την συντροφικότητα και την χαρά του γάμου, όλα έχουν εκφυλιστεί σε βία, βιώνει μια σχέση βιασμού. Η ερωτική τους επαφή δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο και καλό. Είναι μια γυναίκα που ζει κάτω από πλήρη κυριαρχία, ζει με έναν φασίστα. Πως βιώνεις τη συνάντηση με μια προσωπικότητα σαν αυτή μέσα από την ανθρώπινη διάστασή της η οποία ιδιαίτερα τονίζεται στην εκδοχή του Καμπανέλλη; Την θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα. Στον αρχαίο μύθο, όλοι αυτοί οι τραγικοί ήρωες δεν έχουν πολλαπλές επιλογές, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό τους. Το ότι γι’ αυτούς δεν υπάρχει άλλη λύση. Η Ηλέκτρα δεν βλέπει άλλη λύση εκτός από το να σκοτώσει τη μάνα της. Η Κλυταιμνήστρα δεν βλέπει άλλη λύση εκτός από το να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Η τραγωδία που είναι συμβολικό θέατρο δεν μπαίνει στις ψυχολογικές αποχρώσεις και αναλύσεις. Είναι οι άνθρωποι στη κορυφή των έργων τους και των πράξεων τους. Δεν εξηγεί γιατί οδηγούνται εκεί, τους δείχνει κατευθείαν στην κορυφή της δράσης. Εδώ βλέπουμε την Κλυταιμνήστρα μετά την φονική της πράξη, εκεί που σκέφτεται και αναλογίζεται γιατί έγιναν όλα αυτά, να γράφει ένα γράμμα στο γιο της. Τον ρόλο μπορείς να τον δουλέψεις και να μην θυμίζει καθόλου Κλυταιμνήστρα. Αν θες μπορείς να τον φέρεις στο σήμερα και απλά να πάρει η ηρωίδα το όνομα Κλυταιμνήστρα. Για μένα η γοητεία είναι το να βλέπεις το σύμβολο του τραγικού προσώπου να εξανθρωπίζεται και μετά να ξαναγίνεται σύμβολο. Υπάρχουν σημεία που λες: «απόλυτα αυτή είναι η αρχαία Κλυταιμνήστρα» και ξαφνικά γίνεται καθημερινή και σύγχρονη. Ο Καμπανέλλης συνθέτει έναν πίνακα συναισθηματικών αποχρώσεων και με την φόρτιση που είχε, ήθελε να τονίσει αυτές τις πινελιές. Ήθελε να βάλει μέσα και την αρχαία Ελλάδα και την σύγχρονη και να αποδώσει την ανθρωπιά η οποία δεν είναι μόνο Καμπανελική αλλά και ελληνική. Οι άνθρωποι μετά τον πόλεμο είχαν έρθει πιο κοντά. Όπως και τώρα με αυτή την κατάσταση της κρίσης έχουμε αρχίσει κι ερχόμαστε πιο κοντά. Προσπάθησα να αντιληφθώ τις διάφορες πολιτιστικές πτυχές του έργου. Δηλαδή στην φράση «ούτε θα του το συγχωρέσω ποτέ και ας είναι νεκρός και απόνεκρος» είναι μια κλασσική Κλυταιμνήστρα, όταν όμως λέει «μια μαμά τρέμει όταν το παιδί της αργεί να γυρίσει από το σχολείο» είναι μια απλή σύγχρονη γυναίκα. Έχει συγκλονιστικές εναλλαγές το έργο. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή για να βρεις τον τρόπο που θα περάσεις τα δύο αυτά στοιχεία γιατί το ένα κλωτσάει τ’ άλλο. Το θέμα είναι πώς θα καταφέρεις να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο. Ακόμα και ο Αίγισθος εδώ παρουσιάζεται πιο ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος. Το ψυχαναλυτικό στοιχείο είναι έντονο σ’ αυτό το μονόλογο, αποτελεί το κλειδί της σύρραξης μάνας-κόρης. Εσύ πως το αντιλαμβάνεσαι; Σαν πρόσχημα ή σαν τραύμα; Εγώ το αντιλαμβάνομαι σαν τραύμα. Σ’ αυτόν τον μονόλογο είναι τραύμα γιατί το να βλέπεις ότι το παιδί σου χάνεται κι ότι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό είναι τρομερό. Η Ηλέκτρα έχει μπει σ’ αυτό το πάθος, σ’ αυτήν την μονομανία να γίνει αποδεκτή από τον πατέρα της που ακόμα και την Κλυταιμνήστρα την βλέπει σαν εχθρό. Έχει υιοθετήσει εκδικητική στάση. Η Κλυταιμνήστρα έχει κάνει και πολλά λάθη και τα κρατάει μέσα της, μη αντιδρώντας. Μόνο όταν γεννάει και τον Ορέστη, ο Αγαμέμνονας αρχίζει να γίνεται καλύτερος πατέρας και να της φέρεται πιο ανθρώπινα. Δεν προσπάθησε να παλέψει αυτή την κατάσταση με την κόρη της όταν ήταν πιο μικρή. Ζούσε σε μια παθητικότητα, ήταν γυναίκα βασιλιά.
Μίλησέ μου για τα καλλιτεχνικά σου σχέδια Μόλις έχω τελειώσει μια ταινία για τον Γωργιανούλη Χαλεπά κι έχω κάνει με την ίδια σκηνοθέτη, την Στέλλα Αρκέντη και μια άλλη ταινία, την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Τα γυρίσματα αυτά τελείωσαν πριν αρχίσω να παίζω την Κλυταιμνήστρα αλλά έχουμε ακόμα την διαδικασία του σπικάζ γιατί μια ταινία δεν τελειώνει μετά το πέρας των γυρισμάτων. Πρέπει να γίνει το ντουμπλάζ από πάνω και είναι μια αρκετά μεγάλη δουλειά. Θα συνεχίσουμε με το Γράμμα και τους άλλους δυο μονολόγους, τον Επικήδειο και τον Πανηγυρικό. Δυο άλλα δείγματα γραφής του Καμπανέλλη που κατά έναν περίεργο τρόπο ήρθαν και έδεσαν μεταξύ τους και με το Γράμμα. Και οι τρείς έχουν να κάνουν με την εξουσία και τη ματαιοδοξία ή με μια τάση προς εξουσία, έχουν κάτι κοινό μέσα τους. Θα συνεχίσουμε για κάποιες παραστάσεις εκτός Αθηνών και ετοιμάζω και κάτι άλλο που δεν μπορώ να σου το πω αυτή τη στιγμή γιατί βρισκόμαστε ακόμα στη διαδικασία του να γίνει. Έχω και μεγάλη αγωνία για την «Φόνισσα» να δούμε τι αποδοχή θα έχει.
Ποιες διαφορές και ποιες ομοιότητες έχεις δει ανάμεσα στο καλλιτεχνικό στάτους στην Ελλάδα και στην Αμερική; Καταρχήν θέλω να πω ότι στην Ελλάδα έχουμε καλό θέατρο. Είχα μια μεγάλη τύχη να ζήσω στην Αμερική και να δουλέψω στο Αμερικάνικο επαγγελματικό θέατρο στην αγγλική γλώσσα. Στους έξι πρώτους μήνες που ήμουνα στην Αμερική είχα την πρώτη μου παράσταση εκεί, την πρώτη μου ερμηνεία και την πρώτη εξαιρετικά καλή κριτική στην Washington post κι αυτό συνεχίστηκε. Όμως δεν είναι τυχαίο, πιστεύω ότι είχα μια πολύ καλή παιδεία ήδη από την Ελλάδα. Είχα τελειώσει το Εθνικό Θέατρο, μετά ήμουν στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, δούλεψα και με τον Κακογιάννη. Γενικά είχα δουλέψει με ανθρώπους που με είχαν οδηγήσει πολύ σωστά, είχα δουλέψει πάρα πολλές ώρες, είχα κάνει πολλά πράγματα, οπότε όταν βρέθηκα στην Αμερική επειδή το θέατρο είναι και μια διεθνής γλώσσα ήξερα πολύ καλά τι να διαβάσω, σε ποιά οντισιόν πρέπει να πάω και σε ποιό θέατρο. Όχι ότι ήλπιζα πως θα γίνουν όλα αυτά αλλά κατάλαβα ότι υπάρχει μια κοινή λογική στο θέατρο. Οπότε θέλω να τονίσω ότι το ελληνικό θέατρο είναι καλό και έχει παιδεία. Από κει και πέρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Καταρχήν δεν υπάρχουν παρέες στο αμερικάνικο θέατρο, δεν υπάρχουν υπουργεία πολιτισμού, δεν υπάρχουν λεφτά από το κράτος, που σημαίνει ότι αφορούν όλα τον ιδιωτικό τομέα. Επίσης η θεατρική κριτική είναι ιερή. Εκεί ο κριτικός σέβεται τα χρήματα του θεατή και πρέπει να του πει με σοβαρότητα αν αξίζει να πάει να δει μια παράσταση. Οπότε δεν κρίνει με προσωπικά κριτήρια. Το λυπηρό στην Ελλάδα είναι ότι οι κριτικές παίζουν ρόλο για το κύκλωμα και όχι για τον κόσμο τόσο πολύ. Δεν είναι μόνο η κριτική που θα στείλει τους ανθρώπους στο θέατρο πια. Στην Αμερική από την άλλη, μια κακή κριτική σου κλείνει το θέατρο. Ένας κακός ηθοποιός που θα πάρει κακή κριτική θα σου κλείσει το θέατρο. Οι κριτικές σου χρειάζονται για τους χορηγούς οι οποίοι είναι συνήθως πλούσιοι άνθρωποι που δεν μπορούν να δίνουν τα λεφτά τους σε κάτι που δεν αξίζει. Το θέατρο ζει εκεί από χορηγούς, εταιρείες, πλούσιους ανθρώπους. Υπάρχουν και κάποιες μικρές πηγές του δήμου αλλά ουσιαστικά όλα είναι ιδιωτικά. Έτσι όλα είναι πιο αξιοκρατικά αλλιώς δεν προχωράνε. Στην Αμερική δεν υπάρχει ατάλαντος ηθοποιός, δεν υπάρχει καν μέτριος. Θυμάμαι, ήμουνα σε ένα φεστιβάλ μονοπράκτων και μονολόγων που είχε συμμετάσχει και το «Γράμμα στον Ορέστη» και υπήρχε πολύ ταλέντο, δουλεύουνε πολύ εκεί. Ο ηθοποιός είναι πιο υπεύθυνος, θεωρείται ότι γι’ αυτό που πληρώνεσαι πρέπει να είσαι υπεύθυνος. Ο σκηνοθέτης θα σου δώσει μια γραμμή και εσύ θα δουλέψεις μόνος σου. Για μένα ήταν δύσκολο να παίζω σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική μου. Δεν είμαι δίγλωσση εκ γενετής, ήταν δοκιμασία αλλά και κάτι το ευχάριστο. Είναι σαν μια αναγέννηση να δουλεύεις σε μια ξένη γλώσσα και να μπαίνεις σε έναν άλλο πολιτισμό. Γι’ αυτό κι εκεί δεν έκανα πράγματα με Έλληνες εκτός από μια παράσταση του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν ήταν από σνομπισμό αλλά επειδή το θέμα ήταν να προωθήσω την κουλτούρα μιας άλλης χώρας, Αυτό είναι το δώρο που θα πάρεις αν σου δίνεται η δυνατότητα.
Τι γνώμη έχεις για την περίφημη κρίση και για τις επιπτώσεις της στο θεατρικό «γίγνεσθαι»; Κοίτα όπως λένε και άλλοι, στην περίοδο της κρίσης οι άνθρωποι ακολουθούν την τέχνη, δεν φεύγουν από αυτή. Πιστεύω ότι θα γίνει ένα μεγάλο ξεσκαρτάρισμα. Όταν γύρισα από την Αμερική έμεινα άναυδη, αναρωτήθηκα που βρίσκονται όλα αυτά τα χρήματα και γίνονται τόσες παραγωγές. Με χρήματα που δεν είναι μόνο κρατικά, ήταν και ιδιωτικά. Δηλαδή οι άνθρωποι έβαζαν τα δικά τους χρήματα και ας τα χάνανε, μερικές φορές ίσως και αδικώντας τον εαυτό τους. Θυμάμαι την Πατεράκη σε μια συνέντευξη, η οποία είναι και μια σοβαρή σκηνοθέτης, να λέει ότι έχασε όλη της την περιουσία για να κάνει θέατρο. Ανέφερε ότι αν ξεκινούσε σήμερα δεν θα χρειαζόταν να το κάνει όλο αυτό. Είχε μπουκώσει το σύστημα με όλη αυτή την κατάσταση. Όταν πρωτογύρισα, αισθάνθηκα ότι άνοιξαν τα πράγματα. Ένιωσα ότι γίνονται πολλά όπως το φεστιβάλ των Αθηνών και άλλα. Αυτά ήταν τα θετικά στοιχεία αλλά υπήρχε κι ένας πληθωρισμός. .Πλέον δεν ξέρεις τι να διαλέξεις, που να πας. Μπορεί κάποιος να κάνει κάτι όχι ιδιαίτερα σπουδαίο και κάποιος άλλος που έχει πραγματική αξία να χαθεί. Πόσα πράγματα να καλύψουν και τα έντυπα πια; Ούτε μια παράσταση έχει πάντα το χρόνο να πάει από στόμα σε στόμα. Το μόνο καλό είναι ότι λειτουργεί το internet πια και υπάρχει προβολή απ’ το διαδίκτυο. Βέβαια υπάρχουν και γνώμες για τις παραστάσεις που δίνονται μέσω internet και υπάρχει μια άλλη λογική για το πώς λειτουργούν. Για την κρίση δεν έχω καμία καλή εντύπωση φυσικά. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως έθνη μπαίνουν μέσα στο σύστημα αξιολόγησης κάποιων «μαγαζιών» με μόνο οικονομικά κριτήρια, πως δηλαδή μηδενίζουνε μια χώρα μόνο με βάση το οικονομικό κριτήριο. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ένα μουσείο, μια πολιτιστική κληρονομιά συγκλονιστική όπως και η Ιταλία. Τώρα πως ξαφνικά μηδενιζόμαστε δεν το καταλαβαίνω. Δεν νομίζω ότι σε μια παλαιότερη εποχή με διαφορετική ηθική θα γινόταν αυτό. Με τι κριτήριο επιλέγεις τις δουλειές σου; Πάντα επέλεγα πολύ προσεχτικά τις δουλειές μου. Πάντα αναζητούσα ανθρώπους να συνεργαστώ που είχαν κάτι να μου δώσουν. Δηλαδή από μικρή μόλις τελείωσα από το Εθνικό Θέατρο κατάφερα να μπω στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κούν που δεν ήταν εύκολο. Μετά δούλεψα με τον Κακογιάννη, τον Μπάκα, τον Νικολαΐδη και τον Βολανάκη. Πάντα ήθελα να δουλεύω με καλούς σκηνοθέτες. Θεωρούσα ότι ο καλός σκηνοθέτης ξέρει να σε οδηγήσει κάπου. Οπότε το κριτήριο μου ήταν πάντα επιλεκτικό. Ακούγεται αστείο αλλά το κριτήριο μου ήταν επιλεκτικό ακόμα και στην Αμερική. Κάποια στιγμή με κάλεσαν για μια διαφήμιση και τους έκανα χίλιες ερωτήσεις. Οπότε κι αυτοί αγανακτισμένοι με ρώταγαν: «Ποιά είστε κυρία μου;». Και όταν το σκέφτηκα μετά αναρωτιόμουν μήπως είμαι τρελή. Είχα την εντύπωση ότι βρίσκομαι στην Ελλάδα. Εκεί κανονικά κάποιος παρακαλάει να κάνει διαφήμιση για να γίνει αναγνωρίσιμος. Οπότε είναι οι σκηνοθέτες, η ποιότητα της συνεργασίας και ο ρόλος που θέλω να με ενδιαφέρει. Πλέον θέλω να δουλεύω για να ευχαριστιέμαι αυτό που κάνω. Ίσως γι’ αυτό και όλη μου η ζωή ακολούθησε κάποια βήματα πολύ ανατρεπτικά. Σηκώθηκα και έφυγα από εδώ την ώρα που είχα κάνει μια εξαιρετική δουλειά με τον Νικολαΐδη στον κινηματογράφο, τα «Επτά κουτιά της Πανδώρας» και είχα πάρει εξαιρετικές κριτικές. Βρέθηκα στην Αμερική σε «χρόνο μηδέν» κι αυτό ήταν ρίσκο γιατί όταν αλλάζεις χώρα είσαι ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα και δεν έχεις καμία ιστορία. Πρέπει να δημιουργηθεί από την αρχή, δεν υπάρχει πιο σκληρό πράγμα από αυτό. Πρέπει να ξαναρχίσεις με όσα προσόντα έχεις. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αισθανθώ την δουλειά μου ρουτίνα. Αν ήταν να γίνει ρουτίνα, θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο και να αισθάνομαι και πιο ασφαλής. Ο σημερινός ηθοποιός θα έχει άλλη βασική δουλειά για επιβίωση και θα κάνει θέατρο επειδή το αγαπάει.
Ποιοί καλλιτέχνες σου έδωσαν και σου δίνουν έμπνευση; Καλά όλοι οι δάσκαλοι μου, μου έδωσαν έμπνευση και σαφέστατα μου έδωσαν πολύ έμπνευση και στην Αμερική οι σκηνοθέτες που συνεργάστηκα. Επειδή από μικρή με ενδιέφερε η δουλειά και την παρακολουθούσα και πιο διεθνώς, πήγαινα και στην Αγγλία και έβλεπα θέατρο, στην Γαλλία… Κάποια χρόνια βρέθηκα να σκηνοθετώ στην Γαλλία μάλιστα, ξεκινώντας από ένα σεμινάριο αρχαίας τραγωδίας. Έπειτα τελείωσα και την θεατρολογία που δεν είναι τυχαίο. Πάντα είχα ένα άνοιγμα του μυαλού. Οπότε εκτός από τους ανθρώπους με τους οποίους δούλεψα, έχω δει και πολλές παραστάσεις που με έχουν σημαδέψει. Για παράδειγμα ο Freeman o θεατρικός σκηνοθέτης με έχει εμπνεύσει πολύ. Έπειτα ο Bob Wilson. Aλλά επειδή είμαι ηθοποιός, σαν πρώτη μου ιδιότητα θεωρώ την υποκριτική. Παρακολουθώ πάντα μεγάλους ηθοποιούς όπου και αν πάω και στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πως διαχειρίζεσαι στη σκηνή την σχέση σου με το κοινό και την αλληλεπίδραση των ενεργειών ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία; Στην αρχή, όταν είχα ξεκινήσει, το κοινό με έφερνε σε μεγάλη αμηχανία, με έκανε να έχω άγχος το πώς θα το διαχειριστώ όλο αυτό, την συνεχόμενη έκθεση γιατί είμαι και πιο χαμηλών τόνων άνθρωπος. Την αναγνωρισιμότητα την είχα αμέσως επειδή είχα συμμετάσχει σε ένα σήριαλ. Μετά από αρκετά χρόνια κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι το αγαπώ πολύ το κοινό, ότι όλη η ιστορία γίνεται για να μεταδώσεις κάτι στο κοινό και ταυτόχρονα απέκτησα ένα φοβερό σεβασμό καθώς συνειδητοποίησα ότι αυτός που θα φύγει από το σπίτι του για να έρθει να σε δει και πληρώνει ένα εισιτήριο και μεταφορικά και κυριολεκτικά, πρέπει να έχει τον σεβασμό σου. Εμένα αν το θέατρο έχει δέκα ανθρώπους ή εκατό μου είναι το ίδιο. Αισθάνομαι υποχρεωμένη να τους προσφέρω κάτι. Πόσο μάλλον που δεν ανήκω σε σχήματα εμπορικά και ξέρω ότι πρέπει να γεμίσω την ψυχή κάποιου αλλιώς δεν έχει λόγω να έρθει. Η σχέση με το κοινό είναι αρχέγονη. Ο άνθρωπος που θέλει να έρθει να δει τον ζωντανό άνθρωπο να πάσχει πάνω στη σκηνή επιχειρεί κάτι το πολύ βαθύ. Όταν θα δεις μια θεατρική παράσταση που θα σου μείνει αυτό θα είναι για όλη σου τη ζωή. Στο θέατρο ο θεατής συμμετέχει με το συναίσθημά του και αυτό είναι κάτι που πρέπει να του το ενεργοποιήσεις. Είσαι υπεύθυνος να βάλεις τον θεατή μέσα στην ιστορία που του παρουσιάζεις. Είναι απαγορευτικό για έναν ηθοποιό να έρθει ο θεατής μέσα στο θέατρο κι εκείνον να μην τον αφορά το τι θα νοιώσει ή να είναι ναρκισσιστής και να πιστεύει ότι ο κόσμος ήρθε για να τον δει και μόνο. Είναι πολύ σοβαρή η δουλειά που πρέπει να κάνεις με τον θεατή.
|