Σχετικά άρθρα
ΑΦΙΕΡΩΜΑ:2o ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ - ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 25 Νοέμβριος 2015 18:26 | |||
Αφιέρωμα: 2ο Φεστιβάλ διαρκείας Ελληνικού θεατρικού έργου 21ου αιώνα Το «Αγγέλων Βήμα» δίνει βήμα στο Ελληνικό έργο
1.Λεία Βιτάλη
Μια συζήτηση με την συγγραφέα και καλλιτεχνικά υπεύθυνη και εμπνεύστρια του φεστιβάλ, για το Ελληνικό έργο τις περιπέτειες του στη χώρα μας και την φιλοξενία του στο «Αγγέλων Βήμα»
2ο Φεστιβάλ διαρκείας Ελληνικού θεατρικού έργου 21ου αιώνα, ένα φεστιβάλ που έγινε θεσμός. Μιλήστε μου γι’ αυτό. Ναι, είναι ένα φεστιβάλ διαρκείας το οποίο επαναλαμβάνεται για δεύτερη χρονιά οπότε μπορούμε πια να μιλήσουμε για ένα θεσμό. Χαίρομαι ιδιαίτερα που το έχει αγκαλιάσει το κοινό αλλά κι όλος ο θεατρικός κόσμος. Είναι σημαντικό και το ότι το εμπιστεύονται οι συγγραφείς που βλέπουν πως οι παραστάσεις των έργων τους είναι καλές. Μάλιστα μας στέλνουν πολλοί συγγραφείς έργα τους για να τα δούμε και να τα εντάξουμε στο νέο μας πρόγραμμα. Άλλωστε εμείς εδώ μεταξύ μας το λέμε και «φεστιβάλ συγγραφέων». Και μπορώ να σας πω ότι μια τέτοια εκδήλωση είναι παγκόσμια, η πρώτη φορά που γίνεται. Συνήθως δεν γίνονται φεστιβάλ συγγραφέων. Επίσης να πούμε πως υπάρχει μεγάλη προσέλευση του κοινού που επίσης το έχει αγκαλιάσει επειδή με το Ελληνικό έργο οι θεατές δεν επικοινωνούν μόνο μέσω του λόγου αλλά με τους κοινούς τους κώδικες. Μπορούν να ταυτιστούν με τις καταστάσεις, τους ήρωες. Έτσι η παράσταση λειτουργεί κι ως ψυχοθεραπεία. Βλέπεις ότι δεν είσαι μόνος σου σ’ αυτή τη ζωή, είμαστε όλοι μαζί. Και δεν νοιώθεις απόμακρος, οι ήρωες έχουν βγει μέσα από τα δικά σου τα σπλάχνα, το εξετάζεις, αναρωτιέσαι τι εσύ θα μπορούσες να κάνεις για όσα βλέπεις στη σκηνή. Είναι πραγματικά η δική μας η ζωή. Συνήθως τα ξένα έργα αφορούν καταστάσεις συγγενικές με τις συνθήκες των χωρών από τις οποίες προέρχονται. Καταστάσεις που μπορεί να μην έχουμε βιώσει. Όμως εδώ έχουμε πλέον μια οικεία συνθήκη και γι’ αυτό ο Έλληνας το αγαπάει τόσο το Ελληνικό έργο. Ε! δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη θεατρική επί της ουσίας σε μια χώρα αν δεν παράγει η ίδια θέατρο και εννοώ, έργα. Όπως έλεγε κι ο Κάρολος Κουν, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπάρχει εθνικό θέατρο χωρίς Ελληνικό έργο. Γι’ αυτό και στην εποχή του υπήρξε μια άνθιση του Ελληνικού έργου. Μπορώ να πω πως αυτός την δημιούργησε φωνάζοντας συγγραφείς για το θέατρο του, δίνοντας ακόμα και παραγγελίες, αναθέσεις…
Βεβαίως. Και το θέατρο «Στοά» είχε ανεβάσει πολύ Ελληνικό έργο. Και θεωρείται μία κοιτίδα του Ελληνικού έργου. Ωστόσο δεν έχουν δημιουργηθεί φεστιβάλ, οπότε εμείς κάνουμε αυτή την πρωτιά. Και νομίζω πως δίνουμε μεγάλη ώθηση στο Ελληνικό έργο. Ευτυχώς μας έχουν αγκαλιάσει και οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Πως σας ήρθε η έμπνευση γι’ αυτό το φεστιβάλ; Με ενδιαφέρει να στηρίξω το Ελληνικό έργο γιατί ξέρω και τον πόνο του συγγραφέα σαν συγγραφέας ή ίδια. Δεν είναι εύκολο να βρει ο Έλληνας, σκηνή που θα του ανεβάσει το έργο. Πρέπει να έχεις φιλίες στο χώρο, διασυνδέσεις, να έχεις καταξιωθεί… Για να καταξιωθείς όμως πρέπει να φτάσεις σε ένα σημείο, ξεκινώντας βέβαια από το τίποτα. Όταν δεν είσαι τίποτα δεν σε εμπιστεύεται κανείς. Είτε πρέπει να κάνεις μια ερασιτεχνική δουλειά με τους φίλους σου είτε αν μπορείς να χρηματοδοτήσεις μόνος σου την παραγωγή. Ενώ εμείς αναλαμβάνουμε να ανεβάσουμε ολοκληρωμένες παραστάσεις όχι μόνο καταξιωμένων αλλά και νέων, άγνωστων και πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων.
Και να επισημάνουμε εδώ πως πρόκειται για κανονικές, ολοκληρωμένες παραστάσεις κι όχι για αναλόγια. Ναι γιατί εμάς μας ενδιαφέρει να έρθει ο κόσμος να δει το σύγχρονο, φρέσκο Ελληνικό έργο. Και για να μπορέσει να το απολαύσει πρέπει να είναι μία ολοκληρωμένη παράσταση. Κι ελπίζω να συνεχιστεί ο θεσμός αυτός, παρ’ όλο που δεν έχει καμία στήριξη από την πολιτεία.
Από την πολιτεία; Πως λειτούργησαν οι θεσμοί σε σχέση με το φεστιβάλ; Αυτό το φεστιβάλ γεννήθηκε μέσα μου σαν μία ιδέα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ξεκίνησε το -94 από μία δική μου ξεροκεφαλιά. Είχα πάρει μέρος τότε στον διαγωνισμό του υπουργείου πολιτισμού και είχε βραβευτεί ένα έργο μου, το «Ροσμπίφ». Πίστεψα τότε πως αφού βραβεύτηκε θα έπρεπε να ανέβη κάπου και ειδικότερα στο Εθνικό θέατρο όπου υπήρχε και μία προτροπή στο να ανεβάζουν τα βραβευμένα Ελληνικά έργα. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Θεώρησα λοιπόν πως θα μπορούσα να απευθυνθώ γι’ αυτό το θέμα στην πολιτεία. Ήρθα σε επαφή και με κάποιους άλλους επίσης βραβευμένους συναδέλφους αλλά οι περισσότεροι με προειδοποίησαν πως δεν θα γίνει τίποτα και δεν συμμετείχαν στην προσπάθεια. Είχαν δίκιο. Το πάλεψα και με το υπουργείο Πολιτισμού και με το Εθνικό θέατρο αλλά βρήκα πόρτες κλειστές, Μαρία μου. Κι έτσι στράφηκα στον ιδιωτικό τομέα. Ήρθα στο Αγγέλων βήμα, το πρότεινα και το αγκάλιασε με όλη του την αγάπη, το στήριξε, μας προσέφερε στέγη και χωρίς να έχει καμία οικονομική παροχή ούτε επιχορηγήσεις από πουθενά, ανεβάζει αυτές τις ολοκληρωμένες παραστάσεις. Ελπίζω κάποτε να αποκτήσουμε και την στήριξη της πολιτείας γιατί μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να προχωρήσει το Ελληνόγλωσσο έργο, να βγει και έξω. Δεν μπορούμε παρά να ευχαριστήσουμε με όλη μας την ψυχή το «Αγγέλων Βήμα» που μας δίνει την ευκαιρία μέσα από το φεστιβάλ να παρουσιάζονται Ελληνικά έργα.
Ποια είναι η πορεία του φεστιβάλ ως τώρα; Ήδη πέρσι παρουσιάσαμε πέντε ολόφρεσκα έργα και καταξιωμένων και κυρίως νέων συγγραφέων. Γιατί ο καταξιωμένος, ένα νέο του έργο, πιθανώς να βρει σκηνή ώστε να το ανεβάσει. Ο πρωτοεμφανιζόμενος όμως που έχει βέβαια ένα αξιόλογο έργο, δεν βρίσκει. Φέτος ξεκινήσαμε από τις 5 Οκτωβρίου με τις επαναλήψεις που έγιναν με τις «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη και τις «Άγριες νότες» της Νίνας Ράπη, ενώ θα ολοκληρώσουμε με τις παραστάσεις στις 16 Ιουνίου του 2016. Έχουμε πέντε καινούργια έργα, τα δύο καταξιωμένων συγγραφέων, της Μαρίας Λαϊνά το «Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ» και του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, το «Πεταλούδες σε πηγάδι», έργα νέα που θα ανέβουν στη σκηνή σε παγκόσμια πρώτη. Και έχουμε και τρία έργα πολύ νέων ανθρώπων, βραβευμένων που είναι η Άρτεμις Μουστακλίδου με το έργο «Τα τέσσερα τετραγωνικά» κι ο Δημήτρης Ζουμπός με το έργο «Μήδεια». Φέτος κάνοντας ένα άνοιγμα και σε Ελληνόφωνες περιοχές εκτός του Ελλαδικού χώρου θα περιλάβουμε και το έργο «Ποιο σώμα;» δύο συγγραφέων από την Κύπρο, της Ελένης Κοσμά και της Κορίνας Κονταξάκη.
Πως βλέπετε την ως τα τώρα πορεία του φεστιβάλ; Νομίζω ότι πάμε καλά, ότι έχει ταράξει, με την καλή έννοια, τον κόσμο, συζητιέται πολύ, δεν έχει ανταγωνισμό… Νομίζω ότι το κοινό διψάει για Ελληνικό έργο και το αποδεικνύει. Εκτός από το ενδιαφέρον που δείχνει, βλέπω και τα πρόσωπα τους, τις συζητήσεις που γίνονται μετά και είναι ολοφάνερο πως τους αγγίζει η δική τους δραματουργία. Ελπίζουμε να μπορέσει μέσα από τον θεσμό αυτό το Ελληνικό έργο να γίνει το «πρώτο έργο της καρδιάς μας» και να βρει τη θέση που πραγματικά του αξίζει. «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη
Αξίζει το Ελληνικό έργο μια τέτοια θέση στην καρδιά του θεατή; Έχουμε πάρα πολύ καλό Ελληνικό έργο. Πολλές φορές συγκρίνοντάς το με ξένα, σύγχρονα έργα που ανεβαίνουν στις ελληνικές σκηνές, είναι ανώτερο. Απλώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί στήριξης. Όχι μόνο για το ανέβασμά του στη σκηνή αλλά και για την εξαγωγή του σε άλλες χώρες. Αν υπήρχε η δυνατότητα να εξαχθούν Ελληνικά έργα θα ήταν οι καλύτεροι πρεσβευτές της χώρας. Μη ξεχνάμε ότι πολλές χώρες, ανατολικές και άλλες, τις γνωρίσαμε και ήρθαμε πιο κοντά τους μέσω έργων είτε θεατρικών είτε κινηματογραφικών. Μάθαμε την κουλτούρα τους, αναγνωρίσαμε τα προβλήματα τους, μέσω της τέχνης. Προωθούνται τα έργα από τις χώρες τους, μέσω των πρεσβειών, μέσω των μορφωτικών ακολούθων, με την βοήθεια ενός μπάτζετ που διατίθεται για αυτό το σκοπό. Η Ελλάδα δυστυχώς ακόμα δεν έχει κατανοήσει το πόσο σημαντικό είναι αυτό.
Και μάλιστα μία χώρα που θα έπρεπε να εξάγει εθνικό έργο αφού είναι αυτή που γέννησε το θέατρο. Ναι. Παίζονται παγκοσμίως οι τραγωδίες της και κάποιες κωμωδίες της αλλά όχι το σύγχρονο Ελληνικό έργο. Και μάλιστα ενώ παίζονται θεατρικές διασκευές πολύ γνωστών λογοτεχνικών έργων μέσα από μια καθαρά εμπορική οπτική. Αλλά αυτό δεν προωθεί το έργο το Ελληνικό. Αυτό δείχνει ένδεια καθαρόαιμου θεατρικού έργου, κάτι που δεν υπάρχει. «Όταν ο λύκος δεν είναι εδώ», της Μαρίας Λαϊνά από 16 Νοεμβρίου 2015
Έχοντας διαβάσει και πολλά έργα τώρα με το φεστιβάλ, πως βλέπετε την εξέλιξη της Ελληνικής δραματουργίας στις νέες γενιές συγγραφέων; Έτυχε να είμαι σε μία επιτροπή του υπουργείου πολιτισμού για τον ετήσιο διαγωνισμό της και είδα πάρα πολλά έργα. Υπάρχει πολύς κόσμος που γράφει και στέλνει έργα χωρίς βέβαια να είναι όλα αριστουργήματα. Το αριστούργημα όμως δεν θα υπάρξει ποτέ αν ο συγγραφέας δεν τριφτεί με την σκηνή ώστε να αποκτήσει την πείρα που του δίνει η επαφή με το κοινό. Για να ξέρει και πως θα διαχειριστεί την επόμενη ιδέα του. Δεν μπορεί να γράφει ερήμην του κοινού. Το θέατρο είναι μία από τις πιο σημαντικές μορφές επικοινωνίας, δεν γράφουμε για τον εαυτό μας.
Οι νέοι συγγραφείς έχουν επαφή με τον κοινωνικό τους περίγυρο και τις πολιτικές συνθήκες; Οι νέοι συγγραφείς εμπνέονται από τις σημερινές καταστάσεις κι αυτό είναι πολύ καλό γιατί δείχνει πως οι συγγραφείς έχουν ευαισθητοποιημένες τις κεραίες τους. Όμως επειδή η κοινωνία είναι αμήχανη σε σχέση με αυτό που της συμβαίνει και δεν το έχει αφομοιώσει, δεν έχουμε δει ακόμα έργα που καταγράφουν την κρίση, αυτό θα γίνει μετά την παρέλευση ίσως κάποιων χρόνων. Εισπράττουν αυτό που γίνεται και κάποια στιγμή θα παραχθεί σημαντικό έργο, πιστεύω.
Ποια είναι η συχνότερη θεματολογία των Ελληνικών έργων; Συνήθως είναι έργα κοινωνικά. Με την πλατύτερη έννοια του όρου. Παίζεται κι ένα ακόμα δικό σας έργο αυτό τον καιρό. Το «Ζεϊμπέκικο». Τι απήχηση βλέπετε να έχει στο κοινό; Έρχονται κάτι θεατές και με πλησιάζουν μετά το τέλος και μου λένε πως με παρακολουθούν από το πρώτο έργο μου που ανέβηκε στη θεατρική σκηνή του Αντωνίου, το «Γεύμα». Ερχόμαστε σε κάθε καινούργιο σας έργο να το δούμε, μου λένε. Και μου κάνει εντύπωση πως στην Ελλάδα που δεν προωθεί τους συγγραφείς της , υπάρχουν ωστόσο θεατές που ακολουθούν τον συγγραφέα που έτυχε να γνωρίσουν και πιθανώς τους άγγιξε. Υπάρχουν λοιπόν συγγραφείς που έχουν το δικό τους κοινό. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και έχει γίνει ερήμην της πολιτείας, των δημοσιογράφων, των κριτικών, έχει δουλέψει μόνο του το έργο.
Και αυτό επεκτείνεται και στους νέους συγγραφείς που με το φεστιβάλ θα γίνουν γνωστοί στο κοινό το οποίο μπορεί να μάθει να τους ακολουθεί. Τους ανοίγετε έτσι μια πόρτα. Την τελευταία φορά που κάναμε μια συγκέντρωση εδώ στο «Αγγέλων βήμα» ήρθαν κάποιοι συγγραφείς και μεταξύ αυτών ένας που τον εκτιμώ πάρα πολύ ο οποίος δεν έχει γράψει τελευταία, έργο. Του είπα: Γράψε για το φεστιβάλ. Και μου λέει: Έχω κάτι στο συρτάρι, αρχινισμένο, τώρα που μου το λες ότι μπορεί να ανέβη στο φεστιβάλ, θα το συνεχίσω και θα το ολοκληρώσω.
Άρα αποτελεί και έναυσμα το φεστιβάλ για να γράψουν ξανά και οι καταξιωμένοι συγγραφείς που έχουν απογοητευτεί γιατί δεν είχαν ένα λόγο να γράψουν το νέο τους έργο. Πολύ σημαντικό κι αυτό. Ναι, γιατί από τον συγγραφέα τον καταξιωμένο και το έργο του θα δημιουργηθεί το έναυσμα, η συνθήκη, η έμπνευση, για να προχωρήσει κι ο νέος συγγραφέας. Είναι αλληλένδετα το παρελθόν και το παρόν αλλά και το μέλλον. Η έμπνευση περνάει από γενιά σε γενιά και έτσι κτίζεται το νέο, στα γερά θεμέλια του παλαιότερου. Σας ευχαριστώ πολύ, καλή επιτυχία εύχομαι και θα παρακολουθήσουμε συστηματικά το φεστιβάλ στο αφιέρωμα που ξεκινάει το Επί Σκηνής με εναρκτήρια, αυτή μας την συνέντευξη.
|