Μαρία Τσαρούχα
Εγώ διαχειρίζομαι τις υποθέσεις της ψυχής κι εκεί δεν υπάρχει κανένα χάσμα. Αυτές δεν έχουν να κάνουν με χώρα, φύλο, έθνος εποχή, χρώμα, ανατολή και δύση…
Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ερμηνεύτρια, συγγραφέας και εκπαιδεύτρια «Method Acting» η Μαρία Τσαρούχα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Deree College στην Αθήνα και υποκριτική τέχνη στην «Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών» της Νέας Υόρκης (“American Academy of Dramatic Arts – ΑΑDA”), όπου αποφοίτησε αριστούχα. Στο “Webber Douglas Academy of Dramatic Arts” στο Λονδίνο εξειδικεύτηκε στο Σαιξπηρικό ρεπερτόριο και στην μέθοδο Stanislavsky. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής και σκηνοθεσίας στον κινηματογράφο με τον Μιχαήλ Ιλιένκο, κοσμήτορα του Πανεπιστημίου του κινηματογράφου του Κίεβο. Επίσης έχει παρακολουθήσει, συστηματικά επί εφτά χρόνια, σεμινάρια δημιουργικής γραφής, λογοτεχνίας και θεωρία της φιλοσοφίας στο «Κέντρο δημιουργικής γραφής και θεάτρου για την επίλυση συγκρούσεων» της Χριστιάνας Λαμπρινίδη. Σε ηλικία δεκατριών χρονών είχε εκδώσει το πρώτο της βιβλίο «Πρώτα βήματα, πρώτες σκέψεις» και επιβραβεύτηκε από τον Αντώνη Σαμαράκη και τον Κώστα Ταχτσή, ως η «μικρότερη Ελληνίδα συγγραφέας». To 2011 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ηριδανός» το βιβλίο της «Διαυγές κενό κεφάλι», το οποίο έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές. Το 2003 δημιούργησε το “Magic Room Theater”, μια ομάδα καλλιτεχνών – δημιουργών όπου ανεβάζει παραστάσεις με κείμενα, τραγούδια, μουσικές συνθέσεις και σκηνοθεσία της, όπως τα musical - cabaret «Αυτή Είναι Μια Πάπια», «Μια Υποψία στη Σκηνή», «REUNION», «LOLAS CABARET», «Ιt’ s a Wonder Full World», «Maria in Abundance». Οι παραστάσεις του “Magic Room Theater” ξεχωρίζουν ως «προϊόν» τέχνης, λόγω του συνδυασμού δημιουργίας έργου, μουσικών επιλογών, ρεαλισμού υποκριτικής. Είναι μαζί θέατρο, musical, stand up comedy και μουσικό live. Στην Αμερική έχει παίξει στα θέατρα της AADA στην Νέα Υόρκη στις παραστάσεις «Cat among the Pigeons», «Τhe Courageous one», «Andromache», «Gingerbread lady», «The house of Bernarda Alba», «Saturday, Sunday, Monday» , «Return Engagements», «Cinders» «Coriolanus» , «Richard ΙΙΙ» «Rape among the Belt» , «Twelve angry women», « Desires under the Elms». Στην Ελλάδα έχει παίξει στο θέατρο στην παράσταση «Το μεσημεριανό», στο μιούζικαλ «Σακουρά» και στη μουσική σάτιρα «Καλοκαίρι με Στοίχημα»», στο μιούζικαλ «Μάλα –η μουσική του ανέμου» στο θέατρο Παλλάς, στη rock opera «Αδάμ και Χαλιμά» στην Λυρική σκηνή, στο «Trainspotting», στην παράσταση «Bug» της ομάδας ΝΑΜΑ στο θέατρο «Επί Κολωνώ» και στον «Θυρωρό της νύχτας», σε σκηνοθεσία Γιώργου Πανουσόπουλου στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Έχει διασκευάσει το μυθιστόρημα «Μέρες εγκατάλειψης» της Έλενα Φεράντε και το σκηνοθέτησε με τον τίτλο «Η κακομοίρα της Νάπολι», που παίχτηκε για δύο χρόνια στο θέατρο «Επί Κολωνώ». Συμμετείχε και πρωταγωνίστησε σε μεγάλου μήκους ταινίες, όπως «Κορόιδο εν "τάξει"» σε σκηνοθεσία Γ. Παρασκευόπουλου, «Η Εύκολη Λεία», σε σκηνοθεσία Β. Σεϊτανίδη, «Ρόκκο vs Κλεοπάτρα», σε σκηνοθεσία Α. Σπίνουλα και στο «Delivery», σε σκηνοθεσία Ν. Παναγιωτόπουλου. Συμμετείχε στην Ελληνική τηλεόραση σε παραγωγές όπως «Οι Χρηματιστές» , «Πρόβα νυφικού», «Ιατρικό Απόρρητο», «Κλεμμένα Όνειρα». Αυτή την περίοδο παίζει στην παράσταση «La Nonna» στο θέατρο Ακάδημος, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πιατά. Παράλληλα σκηνοθετεί την θεατρική παράσταση «Ιράκ – 9 Τόποι Επιθυμίας», της Heather Raffo, η οποία θα ανέβηκε το Δεκέμβριο στο θέατρο «Vault» κι εξακολουθεί να παίζεται με μεγάλη επιτυχία. Από το 2000 διδάσκει «Method Acting» - την πιο πολυσυζητημένη και επιτυχημένη μέθοδο υποκριτικής, η οποία διδάσκεται στις σχολές της Αγγλίας και της Αμερικής - σε επαγγελματίες και ερασιτέχνες ηθοποιούς και ερμηνευτές. Είναι πρακτικός του E.F.T. (Emotional Freedom Therapy).
Όσον αφορά τη μουσική της ιδιότητα, αρχές καλοκαιριού κυκλοφόρησε το cd «Ευγενικά Τραγούδια» με τον Λάκη Παπαδόπουλο, κάνοντας διάφορες συναυλίες για την παρουσίασή του. Συνεχίζει τις προσωπικές μουσικές της παραστάσεις, με τίτλο «Maria the Singer”, με τραγούδια Jazz, soul , swing, και rock διασκευές.
Χρόνια ηθοποιός και με πορεία σε μουσικούς δρόμους αλλά και προϋπηρεσία στη συγγραφή, πως στράφηκες για πρώτη φορά στην σκηνοθεσία; Στη σκηνοθεσία με έσπρωξε ο Πέρης Μιχαηλίδης. Κάναμε παρέα και παρακολουθούσα τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο σκηνοθετούσε. Θαύμαζα τις γνώσεις του που πιστεύω ότι τις έχουν ελάχιστοι άνθρωποι. Έλεγα λοιπόν την γνώμη μου σε κάποια θέματα και μου λέει μια μέρα: «Θα σκηνοθετήσεις ένα έργο κι εγώ θα είμαι βοηθός σου». Νόμιζα ότι με κορόιδευε αλλά αυτός το εννοούσε και επέμενε. Έτσι κάποια στιγμή ξεκίνησα. Η υποκριτική βέβαια είναι ο φυσικός μου χώρος, την κατέχω και την αγαπώ είμαι καλά εκπαιδευμένη και μυημένη, την διδάσκω… Εν τούτοις μεγαλώνοντας διαπιστώνω πως η σκηνοθεσία είναι ένας τρόπος με τον οποίο, αυτά που γνωρίζω μπορώ να τα εκμεταλλευτώ κι ότι ακόμα υπάρχει για να μάθω, μπορώ να το προσεγγίσω. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία που δουλεύεις με ανθρώπους γιατί εγώ σκηνοθετώ τον ηθοποιό, δεν σκηνοθετώ τις καταστάσεις.
Ωστόσο παρατήρησα πως ελέγχεις απόλυτα τη σχέση σκηνικού και σωμάτων στη σκηνή. Είμαι πάρα πολύ αυστηρή σε σχέση με τις θέσεις και τις στάσεις των ηθοποιών στη σκηνή. Δεν θα είναι ποτέ ο ένας δίπλα στον άλλο, θα υπάρχει πάντα μια συγκεκριμένη Γεωμετρία. Ο θεατής να μπορεί να δει πως δημιουργείται ο κύκλος, το όλον.
Έξω από το θέατρο τι άλλο θα μπορούσε να σε ενδιαφέρει; Τα χόμπι μου είναι η γραφή και το διάβασμα. Διαβάζω συνέχεια… Κι όσο πιο δύσκολα κείμενα διαβάζω τόσο επιζητώ την παραπάνω δυσκολία.
Ας περάσουμε στο «Ιράκ – 9 Τόποι Επιθυμίας», της Heather Raffo που παίζεται αυτό τον καιρό στο «Vault». Πως το ανακάλυψες; Μου το έφερε η Έφη (Μεράβογλου). Βρίσκονταν τότε σε μια φάση που ήθελε να προχωρήσει προς μία διαφορετική κατεύθυνση και βάθος κι αυτό το έργο ένοιωθε πως της έδινε μια τέτοια ευκαιρία. Έτσι ήρθε στα χέρια μου το Ιράκ και ενθουσιάστηκα γιατί είναι πολύ δύσκολο να βρεις καλά κείμενα κι επίσης με ενδιαφέρουν τα κείμενα τα οποία εμένα με εξελίσσουν σαν άνθρωπο. Δεν με ενδιαφέρει να σκηνοθετήσω κάποια έργα όσο καλά κι αν είναι, αν εμένα προσωπικά δεν έχουν να μου πουν κάτι καινούργιο. Το γεγονός πως κάναμε οκτώ μήνες έρευνα -επειδή ότι λέγεται μέσα στο κείμενο είναι ντοκουμέντα, αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα, οπότε έπρεπε να έχουμε απόκλιση λάθους- εμάς μας έμαθε πολλά για τον κόσμο αυτό και για την ιστορία του. Στην δραματική κορύφωση του έργου όταν λέγονται τα απανωτά «σ’ αγαπώ» ήθελα να εντάξω ένα διαλογιστικό κομμάτι, να αναζητήσω τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στον «μέσα» εαυτό του, ως διέξοδο για την σύγχρονη πραγματικότητά του. Ο σημερινός άνθρωπος βιώνει την κατάθλιψή του σαν να πρόκειται για πραγματική εμπειρία…
Αν αυτή τη στιγμή έτσι όπως ζούμε κι έτσι όπως έχουμε καταστρέψει τα πάντα γύρω μας, δεν έχουμε κατάθλιψη, κάτι δεν πάει καλά με το είδος μας. Ναι. Κι αλλιώς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βγούμε από όλο αυτό το αδιέξοδο.
Ε! ναι σε εξαναγκάζει η κατάθλιψη να είσαι συνειδητός. Αν πάρεις χάπια για να την καταπολεμήσεις έχεις τελειώσει με την αυτογνωσία. Παίζεις με τις ορμόνες σου, όχι με το μυαλό σου. Νομίζω ότι στο Ιράκ αυτό που έχει κάνει η Ράφο είναι εκπληκτικό. Τόσο δύσκολες καταστάσεις, τόσο τρομερά γεγονότα και δυσβάστακτα να στα παραδίδει με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να φεύγεις ελαφρύς χωρίς βάρος.
Εγώ ένοιωσα λυτρωμένη στο τέλος. Γιατί ειπώθηκαν τα πράγματα με το όνομά τους και εξαναγκάστηκα να τα αντιμετωπίσω. Αλλά δεν ειπώθηκαν με βία, ειπώθηκαν μέσα από έναν δρόμο αγάπης.
Αυτό έχει να κάνει βέβαια και με την δική σου σκηνοθετική ματιά. Με τις επιλογές που έχω κάνει. Θα με ενδιέφερε στην επόμενη δουλειά μου να καταπιαστώ μ’ ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα. Όσο πιο δύσκολο και πιο καταθλιπτικό είναι τόσο πιο πολύ μπορώ να το φωτίσω μέσα από αυτόν τον δρόμο της αγάπης επειδή ξέρω πώς να το διαπραγματευτώ και πώς να μυήσω και τους ηθοποιούς σε μια τέτοια λειτουργία.
Μίλησέ μου για το μεταφυσικό στοιχείο της παράστασης. Για την προσευχή… Η πρώτη μου επαφή με το Ισλάμ ήταν κάπως παράξενη. Όταν είχα πάει στην Κωνσταντινούπολη, πέντε φορές τη μέρα ακούγονταν το κάλεσμα για τους πιστούς από τα τζαμιά. Όταν το άκουγα «τρόμαζα». Γιατί εγώ ως τουρίστρια το βίωνα ως κάτι τελείως ξένο. Αισθανόμουν ότι με έμπαζε όλο αυτό σε μία κατάσταση στην οποία δεν ήξερα αν ήθελα πραγματικά να μπω. Όταν όμως ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία με την προσευχή και μάθαμε πώς να την κάνουμε -βρήκαμε κι από την Ιρακινή πρεσβεία μία γυναίκα η οποία μας έδειξε τον τρόπο- όταν πρωτοάρχισαν τα κορίτσια να την κάνουν, άρχισα κι εγώ να την συνηθίζω. Όταν τις είδα με τις μαντήλες τους να προσεύχονται, καταγοητεύτηκα. Τώρα σχεδόν το αγαπώ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Δεν νοιώθεις πια φόβο… Μου έφυγε ο φόβος.
Όταν πλησιάζεις κάτι παύεις να το φοβάσαι. Αυτό είναι η πραγματική εξέλιξη μέσα από την δουλειά μας Μαρία. Πως μπορούμε τον φόβο μας απέναντι σε οτιδήποτε, -διότι ο φόβος υπάρχει μέσα σε όλα- να τον αποβάλλουμε. Μας έχουνε βομβαρδίσει με αιτίες φόβου. Και ξαφνικά το γεγονός ότι το διαχειρίστηκα αυτό, ότι το είδα μέσα από μία άλλη οπτική γωνία και με μία άλλη αισθητική, με έκανε να καταλάβω ότι δεν είχα κανένα λόγο να φοβάμαι.
Αυτό είναι η μαγεία του θεάτρου! Μου αφαίρεσε τον φόβο, μου τον πήρε… Είναι καταπληκτικό! Νομίζω ότι κάτι που επιτύχαμε με αυτήν την παράσταση είναι το γεγονός πως δεν έχει κανένας σχολιάσει, -που σημαίνει ότι δεν πέρασε καν στην αντίληψή του- ότι υπάρχει έντονο αυτό το στοιχείο του Iσλάμ στο έργο. Φαίνεται πως το πέρασα μέσα από την δική μου δυτική ματιά με έναν τέτοιο τρόπο που να μην ενοχλεί τον θεατή. Λειτούργησα με τα σύμβολα αντλώντας από τον πολιτισμό αυτών των γυναικών. Ο πίνακας της Λαγιάλ για παράδειγμα, που ζωγράφιζε γυμνά θεωρώντας ότι πρέπει οι γυναίκες να απογυμνωθούν από όλα αυτά τα δυσβάστακτα φορτία του Ισλάμ και της ανδροκρατίας, είναι αποτυπωμένος στο χαλάκι προσευχής της μίας από τις γυναίκες, της Έφης συγκεκριμένα.
Βέβαια και το Ισλάμ έχει πολλές όψεις κι όχι όλες δυσβάσταχτες. Αλλά συχνά τα ιερά βιβλία παρερμηνεύονται για να μπορούν οι κάθε λογής εξουσίες να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι έχει γίνει και με το Κοράνι και τις Σούνα από πολλούς ιμάμηδες. Ο λόγος εμπεριέχει το στοιχείο της παραποίησης, ανάλογα με τις ερμηνείες που του γίνονται. Όλα αυτά που βλέπω και αισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι ο λόγος με περιορίζει πάρα πολύ στο να τα εκφράσω αλώβητα. Νομίζω πως η μεγαλύτερη επικινδυνότητα στην επικοινωνία είναι δια μέσου του λόγου. Μπορεί να χαθεί η επικοινωνία επειδή άλλα λέμε άλλα εννοούμε ή αλλά λέμε κι άλλα καταλαβαίνει ο άλλος.
Με τους δικούς του κώδικες. Και γι’ αυτό πιστεύω πως η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο εργαλείο που έχει ο άνθρωπος στα χέρια του. Κυρίως όσον αφορά τα ιερά κείμενα, στα οποία γίνεται η απόλυτη παρερμηνεία.
Μίλησέ μου για την Ανιούλα την σπαρακτική ηρωίδα του «Λα Νόννα» που πέρσι έπαιζα εγώ και φέτος ανέλαβες να ενσαρκώσεις εσύ.
Πιστεύω πως ο Δημήτρης (Πιατάς) μου προσέφερε την ευκαιρία να παίξω έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο . Η Ανιούλα φαίνεται και δεν φαίνεται αλλά είναι συνέχεια πάνω στη σκηνή κι είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, είναι αυτό που όλοι προσπαθούμε να κρύψουμε, το θύμα που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του. Ο καθρέφτης του θεατή πάνω στη σκηνή.
Και το αντίπαλο δέος. Όλοι γίνονται στην πορεία ανήθικοι εκτός από την Ανιούλα που την προστατεύει η αγάπη της. Κι όταν εκείνη φέρνει το μαγκάλι που θα σκοτώσει την Νόννα έχει γίνει μέσα της μια τέτοια μεταστροφή που δεν μπορεί πια να ζήσει και μάλιστα ούτε οι άλλοι πια δεν μπορούν να ζήσουν κάτω από το βλέμμα της. Όταν η Ανιούλα αποφασίζει να σκοτώσει έχουμε φτάσει στα όρια της ανθρωπιάς μας, στο τέλος της ιστορίας… Κι οι γυναίκες ταυτίζονται τόσο πολύ μ’ αυτήν της την εμμονή να βλέπει συνέχεια τηλεόραση, να χάνεται μέσα από τις ζωές των τηλεοπτικών ηρώων… Κάθε φορά πριν βγω σκέφτομαι ότι βγαίνω για να ζήσω το όνειρό μου, βλέποντας το στην τηλεόραση… Αυτό που μου αρέσει όταν παίζεις ένα ρόλο πολλές φορές είναι το ότι τελικά αρχίζει και «πηγαίνει» μόνος του στην πηγή του. Με την φυσική ροή της δράσης, με την άνεση της επικοινωνίας με τους άλλους ηθοποιούς. Συμβαίνει πλέον οργανικά. Ξέρεις τι σκέφτομαι Μαρία; Ότι εγώ η Ανιούλα είμαι όλη την ώρα πάνω στη σκηνή και παρατηρώ κι αυτό που παρατηρώ στην τηλεόραση είναι ανάλογο μ’ αυτό που παρατηρώ μέσα στο σπίτι. Και το κοινό από κάτω βλέπει εμάς όπως εγώ βλέπω τους ηθοποιούς στην τηλεόραση.
Ναι, η Ανιούλα είναι σημαντικός ρόλος γιατί είναι στη μέση. Ανάμεσα σ’ ένα φαντασιακό κόσμο και σε μία πραγματικότητα που ως ένα βαθμό ταυτίζονται. Πως ήταν η συνεργασία σου με τον Δημήτρη Πιατά; Τον Δημήτρη τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια. Οπότε όταν μου ζήτησε να παίξω την Ανιούλα, μου έδωσε την ευκαιρία, συμμετέχοντας στον θίασό του, να έρθω σε επαφή με ένα πιο πλατύ κοινό. Επίσης ο Δημήτρης είναι ένα «παιδί», ο τρόπος με τον οποίο έρχεται σε επαφή με το θέατρο είναι ένα θετικό στοιχείο. Κάτι που πάντα σε κάνει να νοιώθεις όμορφα. Η μεταμόρφωσή μου επίσης σε ένα άλλο πλάσμα και οργανικά αλλά και εξωτερικά, σε ένα θύμα, ήταν ο δρόμος για να έρθω σε επαφή με μία πλευρά του εαυτού μου πολύ θυματοποιημένη και πολύ καταπονημένη. Αυτό ήταν το στοιχείο που προσέγγισα σ’ αυτόν τον ρόλο. Σε μια άλλη συνέντευξη, τους είχα πει πως η Ανιούλα δεν είναι άλλη, είμαι εγώ σε πολύ προσωπικές στιγμές μου που θυμάμαι τον εαυτό μου να μην μπορεί να συνέλθει από τις πολύ άσχημες καταστάσεις που του συνέβαιναν. Έβλεπα τότε τον εαυτό μου στον καθρέφτη κι αντί να βλέπω μια ωραία νέα γυναίκα έβλεπα μια γριά. Γιατί έτσι ένοιωθα. Επικεντρώνομαι στο πως υπάρχει αυτή γυναίκα μέσα στην οικογένεια και το έχω σωματοποιήσει πολύ. Έτσι παρ’ όλο που δεν ακούγομαι, αισθάνομαι τόσο έντονη την ενέργειά μου πάνω στη σκηνή που πια καταλαμβάνω τεράστιο χώρο, με την καλή έννοια. Θεωρώ ότι ο χαρακτήρας είναι γραμμένος έτσι για να παιχτεί από ηθοποιούς που ξέρουν πως πάνω στη σκηνή να καταλαμβάνουν χώρο. Γιατί αυτή η γυναίκα έχει χώρο… Είναι καθαρή πηγή. Είναι ο Χριστός, η καλοσύνη του Χριστού. Το Άγιον ύδωρ, ο αγιασμός… Πολύ ωραίο αυτό που λες. Φαντάσου, μια τέτοια σύλληψη είχα και για το Ιράκ. Ο βωμός που βρίσκεται στη μέση, είναι στολισμένος με παπούτσια και έχει πάνω ένα μπουκάλι νερό. Είχα διαρκώς την αίσθηση πως το νερό πρωταγωνιστεί. Ήθελα να κάνω τους τοίχους να δακρύζουν… Έτσι θα το κάνω αν ανέβει η παράσταση κάποια στιγμή σε μεγάλο χώρο. Από την στιγμή που δεν υπάρχει μπάτζετ, είμαστε αναγκασμένοι να εκπαιδευτούμε στο να προσεγγίζουμε τις παραστάσεις μέσα από την αλήθεια, που αλήθεια είναι το κείμενο κι ο ηθοποιός σου. Σκέφτηκα τότε πως αφού δεν μπορώ να φέρω τα ποτάμια μέσα δω κι αφού δεν με ενδιαφέρουν τα ρεαλιστικά σκηνικά, η λύση θα ήταν να χρησιμοποιήσω ένα μπουκάλι νερού. Άλλωστε όλο το νερό συμβολικά εμπεριέχεται μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Και σ’ αυτές τις φρικτές εικόνες του πολέμου θα δεις κάπου στις φωτογραφίες ένα μπουκάλι νερό. Παντού στον κόσμο υπάρχει ένα μπουκάλι νερό. Τα πάντα είναι ένα μπουκάλι νερό. Οι πόλεμοι για το νερό γίνονται… Έβαλα λοιπόν αυτό το μπουκάλι στη μέση και τους είπα: Θέλω κάποια στιγμή όλες σας να χρησιμοποιήσετε αυτό το μπουκάλι νερό. Κι έτσι στήθηκε ο βωμός. Και μετά ξέρεις τι ανακαλύψαμε; Από την αρχή της παράστασης ως το τέλος είχαν την δυνατότητα να διαχειριστούν ένα μπουκάλι νερό κι αυτό άδειασε ελάχιστα. Σπαταλάμε τόσο πολύ τα πάντα. Αλλά στην ουσία αυτό που χρειαζόμαστε είναι πολύ λιγότερο απ’ αυτό το οποίο ξοδεύουμε… Κι όχι μόνο στο νερό, το νερό είναι το σύμβολο. Στα πάντα…
Ναι, σημασία έχει να ξαναβρούμε το μέτρο αλλιώς θα καταστραφούμε. Η αρχαία τραγωδία ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Αν παραβείς το μέτρο αν διαπράξεις αυτήν την Ύβρη αναγκαστικά θα περάσεις στην Άτη, την τρέλα των θεών και θα ακολουθήσει η Νέμεσις, η τιμωρία. Νομίζω πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της δύσης είναι αυτό. Έχουμε χάσει το μέτρο. Πόλεμοι, συμφορές πάντα συνέβαιναν και με πολύ πιο άγριους τρόπους. Αλλά αυτό που έχει χάσει η εποχή μας είναι το μέτρο. Τα παπούτσια τι είναι; Είναι οι ψυχές… Λέει η Μουράγια, η μοιρολογίστρα στην αρχή του έργου: Έρχομαι κάθε βράδυ να συλλέξω παπούτσια από το ποτάμι. Και μετά στο τέλος ακούγονται όλων οι φωνές -αφού όλες τους είναι μια ψυχή- να λένε: Κάθε βράδυ έρχομαι να συλλέξω πεθαμένες ψυχές απ’ το ποτάμι… Τα παπούτσια είναι οι νεκροί, οι ψυχές των νεκρών… Απλά αντί να τα τοποθετήσουμε σε μια στοίβα, δημιουργήσαμε τον βωμό γιατί ήθελα από κει μέσα να εκπέμπεται φως.
Μίλησε μου για τον τρόπο με τον οποίο ένας δυτικός προσεγγίζει την μέση Ανατολή. Εμείς οι Έλληνες βέβαια ανήκουμε σ’ έναν κόσμο που ισορροπεί ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση. Μάλιστα προσπαθούμε να την αποτινάξουμε την Ανατολή, να γίνουμε δυτικοί, αρνούμαστε την νωχέλειά μας, τον μοιρολατρικό εαυτό μας αλλά θα μετεωριζόμαστε ανάμεσα στους δύο κόσμους, ότι και να κάνουμε. Αυτό τον καιρό υπάρχει μια πολύ χοντρή σύγκρουση ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Εσύ όλο αυτό πως το διαχειρίστηκες; Θα σου πω πως αντιμετώπισα εγώ γενικά το έργο, όταν βρέθηκα αντιμέτωπη μ’ αυτό το θέμα. Δουλεύω πάρα πολύ με το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο. Αν λοιπόν πιάσεις την ιστορία από αυτές τις πηγές, υπάρχουν στοιχεία που δεν μπαίνουν σε συζήτηση, δεν αναλύονται. Θεωρώ ότι η τέχνη μ’ αυτό το κομμάτι έχει να κάνει. Υπάρχει εδώ ένα πολιτικό έργο που όμως αν πάρεις θέση απέναντί του, δεν βγαίνει αυτός ο σεβασμός κι η κατανόηση απέναντι στα δρώμενα και στην ουσία του. Αυτή η κατανόηση έρχεται μέσα από την ανάγκη μου να προσεγγίσω τον άνθρωπο πέρα από ανατολή και δύση. Αναμφισβήτητα κουβαλάς άλλο υλικό ανάλογα με το που μεγάλωσες αλλά το σημαντικό είναι πως όλο αυτό που ζούμε και βλέπουμε αφορά συμπεριφορές, δεν αφορά στο περιεχόμενο της ψυχής, δεν βρίσκεται εκεί που έχουμε καλά κρυμμένο το μυστικό. Άρα αυτό που μετράει είναι η ψυχή του ανθρώπου. Επίσης είναι σίγουρο πως δεχόμαστε έντονες επιρροές από το συλλογικό ασυνείδητο κι έτσι εμείς οι Έλληνες όσο δυτικότροπος κι αν έχει γίνει ο τρόπος της ζωής μας είμαστε ακόμα πολύ προσκολλημένοι σε ανατολικές συμπεριφορές. Κι εκεί οφείλεται κι η απόσταση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φέρεσθαι», υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο ποιοι είμαστε σήμερα, τι εικόνα βγάζουμε προς τα έξω. Αυτό λοιπόν το χάσμα προσπάθησα να το παρακάμψω γιατί δεν είμαι η κατάλληλη για να το διαχειριστώ. Εγώ διαχειρίζομαι τις υποθέσεις της ψυχής κι εκεί δεν υπάρχει κανένα χάσμα. Αυτές δεν έχουν να κάνουν με χώρα, φύλο, έθνος εποχή, χρώμα, ανατολή και δύση… Άλλωστε δεν μπορείς να κάνεις μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική κατάθεση όταν ασχολείσαι με πράγματα που είναι εφευρέσεις του ανθρώπου. Οι ηρωίδες αυτού του έργου δεν μιλάνε για ήθη και έθιμα, μιλάνε για αξίες.
Για την αγάπη πρώτα απ’ όλα… Το «σ’ αγαπώ» μέσα σ’ αυτό το έργο είναι μεγάλη επινόηση της συγγραφέως. Λες σε κάποιον σ’ αγαπώ και σου απαντάει: Μην μου το λες, οι πράξεις το δείχνουν. Αλήθεια; Τι πρέπει λοιπόν να κάνω εγώ για σένα ώστε να καταλάβεις πως σ’ αγαπώ. Με τι θα είσαι ικανοποιημένος; Κι αν είσαι ικανοποιημένος με την τάδε πράξη μου αυτό σημαίνει ότι εγώ σ’ αγαπάω; Κι εγώ ρωτάω: Λέμε κάθε μέρα «μαλάκα». Αν αντικαθιστούσαμε την λέξη «μαλάκα» με το σ’ αγαπώ; Πως θα νοιώθαμε; Πόσα θα άλλαζαν στη ζωή μας; Υπάρχει ένα ποσοστό θεατών οι οποίοι παθαίνουν σοκ μ’ αυτά τα πολλά «σ’ αγαπώ» και αντιδρούν. Δεν είναι έτοιμοι. Ο κόσμος που κουβαλάει πάρα πολύ θυμό μέσα του δεν είναι έτοιμος να ακούσει το σ’ αγαπώ. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κόσμος που διψάει να το ακούσει αυτό το «σ’ αγαπώ».
Δεν μπορούν κάποιοι να το δεχτούν το σ’ αγαπώ, εμπεριέχει ένα μαγνητικό ρευστό πολύ ισχυρό, έχει μια ευθύνη… Όπως ευθύνη έχει κι ρόλος που κάθε φορά καλούμαστε να παίξουμε. Τι είναι για σένα μια καλή θεατρική ερμηνεία; Μια καλή ερμηνεία είναι η ευφυής προσέγγιση του χαρακτήρα. Το σημαντικό είναι να βρεις την αλήθεια μέσα σου σε σχέση με αυτό που αφορά την ύπαρξη του ρόλου. Επτά γυναίκες στη σκηνή τις δούλεψα μ’ αυτόν τον τρόπο και τις έχω ενώσει τόσο πολύ μέσα από αυτό το «σ’ αγαπώ» που σου έλεγα πριν. Μας μάθανε πως είμαστε ένα τίποτα μα είμαστε ακριβώς το αντίθετο, είμαστε «σύμπαντα» ολόκληρα. Η επιθυμία μου είναι μεγαλώνοντας, αν έχω να καταθέσω κάτι, να μιλήσω σε σχέση μ’ αυτό… Μέσα από τις σπουδές μου, τον διαλογισμό, την γιόγκα και όλα αυτά που διδάσκω αλλά και διδάσκομαι, έχω κάτι καταλάβει με το φτωχό μου το μυαλουδάκι και εξελίσσω τα πράγματα προς μία άλλη κατεύθυνση. Και σαν ηθοποιός κι όσον αφορά τις σκηνοθεσίες μου προσεγγίζω την αλήθεια και μόνο, προσπαθώντας να εξαφανίσω κάθε τι περιττό, να απομείνει μόνο η αλήθεια του χαρακτήρα, οι ανάγκες σε σχέση με το βιογραφικό του χαρακτήρα. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει.. Τίποτα εξωστρεφές, καμία φανφάρα.
Μπορεί ο καθένας νάχει τη γλώσσα του και κάθε γλώσσα είναι σεβαστή αλλά στην ποίηση, στην τέχνη αν δεν κυριολεκτείς δεν μπορεί απευθυνθείς στο κοινό, δεν μπορείς να το εξελίξεις. Όταν δεν κυριολεκτείς κάπου κρύβεις ένα ψέμα και στην τέχνη, στη ζωή παντού το ψέμα είναι λάθος, δεν είναι αμαρτία, είναι λάθος. Αυτό είναι σωστό γιατί όταν κυριολεκτείς δεν υπάρχουν υπεκφυγές.
Μια ερώτηση τώρα. Σε σχέση με το χρήμα; Πως λειτουργείς; Ας κυριολεκτήσουμε σε σχέση με το χρήμα… Εγώ θέλω νάχω χρήματα. Γιατί θέλω νάχω χρήματα; Για να μπορώ να κάνω θεατρικές παραγωγές, να κάνω ταξίδια που τα αγαπώ και με μορφώνουν, να προσφέρω ότι νοιώθω πως χρειάζονται στους αγαπημένους μου, να μπορέσω να σπουδάσω τα παιδιά μου… Όμως μπορώ να επιλέξω μια τέτοια ζωή; Το χρήμα δημιουργεί ελίτ και κοσμάκη άρα και διαφορετικές δυνατότητες μόρφωσης άρα διαμορφώνει ταξικές συνειδήσεις και διαφορές πολύ έντονες. Εγώ μεγάλωσα σε μία οικογένεια που δεν μου στέρησε τίποτα. Είχα πολλές και σημαντικές σπουδές που κόστισαν πολλά χρήματα στους δικούς μου. Ο πατέρας μου, μου έλεγε πάντα: «εσύ δεν έχεις ανάγκη, είμαι εγώ εδώ για σένα». Άκου τώρα λανθασμένη πεποίθηση! Αλλά δεν φταίει, έτσι μεγάλωσε, αυτές τις πεποιθήσεις είχε, έτσι πίστευε ότι θα με κάνει ευτυχισμένη. Πίστευε ότι εγώ θα είμαι ευτυχισμένη αν μου λύσει τα οικονομικά θέματά μου. Φτάσαμε σε ένα σημείο που ούτε τα θέματά μου μπορούσε να μου λύσει -γιατί αυτό είναι ψευδαίσθηση- αλλά ούτε κι εγώ είχα μάθει πώς να βγάζω δικά μου λεφτά για να τα λύσω μόνη μου. Ασχολήσου με την τέχνη μου έλεγε, δεν έχει λεφτά η τέχνη αλλά εγώ είμαι εδώ. Έτσι ενώ σήμερα θα μπορούσα με τόσες σπουδές και δουλειά που έχω κάνει να βγάζω πολλά λεφτά, αυτός ο νευροσυσχετισμός που μου δημιούργησε ο πατέρας μου, με έκανε όταν χρειάζονταν να απαιτήσω λεφτά να μην τα ζητώ και να σκέφτομαι ότι από αυτή την δουλειά εγώ δεν πρόκειται να βγάλω ποτέ λεφτά. Υπάρχει πιο λανθασμένη πεποίθηση από αυτήν; Ο άνθρωπος δεν πρέπει όταν δουλεύει να πληρώνεται; Δεν είναι όλος αυτός ο κύκλος της προσφοράς και της ζήτησης στο χώρο μας λανθασμένος; Έφτασα λοιπόν σε μία ηλικία που έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν είχε να κάνει με την κρίση. Η κρίση είναι το καθρέφτισμα της προσωπικής μας κρίσης, αυτής που περνά ο καθένας μας. Σκέφτηκα λοιπόν «τι δεν πάει καλά με μένα;». Κι όταν κατάλαβα τα λάθη μου κι ανέλαβα την ευθύνη μου, ξεκίνησα να ζω στην έλλειψη. Η έλλειψη μου ‘μαθε ότι το χρήμα δεν είναι για το χρήμα. Ακόμα και να το έχεις το χρήμα πρέπει να ξέρεις τι να το κάνεις.
Μπορεί να σε καταστρέψει βαθιά το χρήμα αν δεν ξέρεις τι να το κάνεις, πώς να το διαχειριστείς… Αν ξέρεις όμως… Αν έχεις σκεφτεί πώς να το βγάλεις λες: Θα το διαχειριστώ μ’ αυτόν τον σοφό τρόπο. Θα αναλογιστείς: Πόσο ανάγκη τόχω; Αφού μπορώ να κάνω νο μπάτζετ παραστάσεις τι ακριβώς θα αλλάξει όταν θα έχω ένα τεράστιο μπάτζετ; Στην ουσία τι θα αλλάξει;
Όταν αναζητάς πια την ουσία, ξέρεις και πόσο ακριβώς χρήμα σου χρειάζεται κι όχι πόσο θα ήθελες να είχες. Μπράβο! Και τότε έλκεις αυτό που πραγματικά έχεις ανάγκη. Δεν είναι ότι κατακτώνται δύσκολα τα πράγματα, είναι ότι δύσκολα μαθαίνουμε… Δεν διεκδικούμε αυτό που μας αξίζει μόνον και μόνον διότι έχουμε λάθος πεποιθήσεις. Πρέπει λοιπόν να ξεχάσουμε ότι μας μάθανε…
Και να ξεκινήσουμε από την αρχή. Εγώ σαν άνθρωπος επειδή είμαι πολύ δυνατή, δεν θέλω να με ζουν άλλοι. Έχω αντίρρηση στο να με ζουν άλλοι. Έχω σφαχτεί με συντρόφους μου γιατί δεν θέλω να με ζουν.
Δηλαδή πως; Δεν έχουμε αρκετή αξία ώστε να μπορούμε να ζήσουμε τον εαυτό μας; Μα αν εμένα τις ανάγκες μου, μου τις καλύπτει ο πατέρας μου ή ο άντρας μου ποια είναι τελικά η διαφορά της Δύσης με την Ανατολή; Και μήπως τελικά οι γυναίκες της ανατολής ξέρουν να διεκδικούν πιο σοβαρά απ’ ότι εμείς;
Φυλάξου από τις γυναίκες της Ανατολής. Δεν είναι καθόλου καταπιεσμένες όπως το νομίζουμε εμείς και διεκδικούν κάθε φορά αυτό ακριβώς που πιστεύουν ότι τους ανήκει. Είναι πολύ πιο δυνατές από μας και ελέγχουν τα πάντα. Μήπως λοιπόν οι πεποιθήσεις κάνουν τους ανθρώπους κι όχι η εξωτερική εικόνα κι η μπούργκα;
Η δύση θυσιάζει την μητέρα για την πριγκίπισσα. Υπάρχει μια αποθέωση της νιότης κι όλα ανήκουν στη νεαρή γυναίκα που νομίζει πως παίρνει τις αποφάσεις. Στην ανατολή υπάρχει περισσότερη σοφία, θυσιάζεται η ανώριμη πριγκίπισσα για να έχουμε μία σοφή και έμπειρη βασίλισσα. Στην Ανατολή την εξουσία την έχει η μάνα σ’ όλα τα επίπεδα… Και δεν είναι τυχαίο ότι ενώ στη δύση εμείς οι γυναίκες δίνουμε την προίκα ενώ στην Ανατολή ο άντρας δίνει την προίκα στη γυναίκα.
Αλλά έχει και την ευθύνη η γυναίκα αυτή. Δεν είναι μπάρμπυ. Αν σου πεθάνει ο γιος ή ο άντρας στον πόλεμο δεν αρχίζεις να σπαράζεις, παρά κάθεσαι να δεις πως θα σώσεις το σπίτι σου μόνη σου. Γιατί τότε ποιος θα σε βοηθήσει;
Εμ δεν μπορούμε πάντα να δούμε σωστά. Πες μου στον κύκλο το βλέπεις το κέντρο; Όχι γιατί βρίσκομαι κάπου στην περιφέρεια…
Αν μπω μέσα όμως θα δω σίγουρα. Αλλά μπορεί και να με παρασύρει… Μα αυτό είναι που έχουμε χάσει. Από φόβο, από άγνοια… Βλέπουμε την περιφέρεια και δεν βλέπουμε το κέντρο.
Ο καθένας μας έχει την δική του αφετηρία από την περιφέρεια για να δημιουργήσει έναν άξονα και να φτάσει στο κέντρο. Κι εκεί όποιον διαφορετικό άξονα κι αν ακολουθήσει ο καθένας μας θα βρεθούμε όλοι μαζί στο ίδιο κέντρο. Εκεί δεν θα καταλάβουμε ο ένας τον άλλο; Εκεί το σ’ αγαπώ δεν «θάχει» κάποιο νόημα; Τόσο απλά! Όπως τα λέμε έτσι είναι. Πολύ ωραία κουβέντα κάναμε Μαρία…
Ας καταλήξουμε λοιπόν λέγοντας ένα «σ’ αγαπώ». Τελικά εσύ δεν το πετυχαίνεις μόνο με τους ηθοποιούς σου. Στο τέλος όλοι λένε «σ’ αγαπώ». «Σ’ αγαπώ».
|