Αφιέρωμα: Θεόδωρος Τερζόπουλος –Εμμονή και μνήμη
Επιχειρώντας μια γέφυρα ανάμεσα στο έργο του καταξιωμένου δημιουργού και στο θεατρικό κοινό της χώρας μας
4.Αντώνης Μυριαγκός μια συνέντευξη-συζήτηση για το «Amor»
Τολμώ να πω ότι στις παραστάσεις του Τερζόπουλου κάποια πράγματα συμβαίνουν. Δεν λέγονται απλά, δεν περιγράφονται, καταδεικνύονται αν θες και συμβαίνουν.
Πως έγινε η επιλογή αυτού του έργου; Αυτή η ιδέα ξεκίνησε κάνα-δυο χρόνια πριν, νομίζω το -11. Ήταν βασικά η ιδέα για την επόμενη παράσταση, αφού είχε ανέβη το «Αlarm». Ήταν πολύ ξεκάθαρη η ανάγκη του Θόδωρου Τερζόπουλου να έχουμε ένα κείμενο το οποίο θα προκύψει από μια διεργασία δική του και των συνεργατών του, ένα κείμενο που να ζυμωθεί σιγά-σιγά, όχι κάτι έτοιμο από το κλασσικό ρεπερτόριο. Οπότε στράφηκε προς τον Θανάση τον Αλευρά ο οποίος ήταν χρόνια ηθοποιός του και συνεργάτης του και κάποια στιγμή ξεκίνησε να γράφει , ξεκίνησε με την «Λαθραία ζωή» μαζί με τον Στάθη τον Γράψα το -10. Κι επειδή έχει ταλέντο του ζήτησε ο Τερζόπουλος να συνεργαστεί σ’ αυτό το εγχείρημα. Άρχισε η διαδικασία γραφής ενός κειμένου με την προϋπόθεση ότι θα είχαμε την ελευθερία να το εξελίσσουμε σύμφωνα με τις πρόβες, να μην είναι ένα κείμενο άκαμπτο, αμετακίνητο, να ζυμώνεται έτσι όπως ζυμώνεται κι ο ηθοποιός. Οπότε ξεκίνησαν οι συναντήσεις μας μέσα στο -11, αρκετές θα έλεγα και διαμορφώθηκε ένα αρκετά πλούσιο υλικό, με τελείως διαφορετικό τίτλο. Ήταν άλλο το θέμα του μπορώ να πω, με πρόσωπα που ξεπηδούσαν από την αρχαία Ελληνική γραμματεία για να συνομιλήσουν με το σήμερα, (Οιδίπους, Κασσάνδρα, Ηλέκτρα, Αίαντας, Κλυταιμνήστρα) αλλά υπήρχε κι όλο αυτό το αδιέξοδο που επιλέγει να αγγίξει το «Αmor» κι η μηχανοποίηση των ατόμων της κοινωνίας μας, σ’ ένα άλλο επίπεδο. Όμως το υλικό ήταν τόσο πολύ που βλέπαμε σιγά-σιγά μέσα από τις πρόβες ότι κάτι περισσεύει κι επίσης κάποια από αυτά που συνέβαιναν επί σκηνής δεν άντεχαν λόγια, τα λόγια ήταν υποδεέστερα των δράσεων που προέκυπταν. Οπότε αρχίσαμε να σκεπτόμαστε ότι περισσότερο από ποτέ ήταν ανάγκη δική μας αλλά και του σκηνοθέτη μας να δει το «Αlarm» απ’ την ανάποδη πλευρά. Δηλαδή αφού καταπιανόμαστε με την εξουσία που ασκούν οι βασίλισσες ας το προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα, ας φτάσουμε στο «αυγό του φιδιού» που εκκολάπτεται συνήθως στα χαμηλά στρώματα. Αν μελετήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας θα δούμε ότι εκεί ελλοχεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος, έτσι δεν είναι;
Ναι, βέβαια. Κι ο φασισμός αν το θέσουμε έτσι…
Είναι ένα λαϊκό, ένα σοσιαλιστικό κίνημα… Έτσι ξεκίνησε. Κι ο ναζισμός επίσης. Οπότε υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη να ερευνήσουμε αυτό το δίπολο τους εξουσιαζόμενους σε σχέση με την εξουσία, το αλισβερίσι εκατέρωθεν…
Γιατί ο ήρωας περνάει μέσα από ένα τέτοιο διπολικό κώδικα, περνάει από τραγικές διαδικασίες από ύβρη, άτη, νέμεση. Ακριβώς, επειδή η δουλειά του Τερζόπουλου είναι εμποτισμένη από την τραγωδία. Αλλά για μένα το σημαντικό είναι ότι καταφέρνει και βλέπει μέσα από τα υλικά της τραγωδίας, με ένα διαφορετικό μάτι. Άλλωστε τα υλικά της τραγωδίας είναι υλικά του θεάτρου. Όταν θα δεις Μπέκετ π.χ. δεν θα αναγνωρίσεις στη δομή μιαν άλλη ανάγνωση της τραγωδίας; Ο πυρήνας είναι εκεί και είναι στέρεος.
Και έχει το amor συγγένειες με την δραματουργία του Μπέκετ, θίγει το ζήτημα της «ερήμωσης», της έκθεσης σε μια ολοκληρωτική καταστροφή χωρίς διέξοδο. Ναι.
Δουλέψατε με αυτοσχεδιασμό; Για αρκετό καιρό. Η περσινή χρονιά αφιερώθηκε με γενναιοδωρία και καρτερικότητα, χωρίς πίεση χρόνου, στον αυτοσχεδιασμό με στόχο να φτάσουμε στον πυρήνα. Οπότε συσσωρεύτηκε ένα υλικό, διαμορφώθηκε αρκετά μεγάλο μέρος της παράστασης και έμελλε πια να μπορέσει να γίνει σάρκα και οστά, να τοποθετηθεί σ’ ένα συγκεκριμένο παραστασιακό πλαίσιο. Από Σεπτέμβρη ξεκίνησε το στήσιμο της παράστασης πάνω στην ιδέα που ήταν ήδη εκεί.
Είναι ένα μέρος του κειμένου του πρώτου μέρους, μια σειρά φράσεων που τις επεξεργάζεσαι κάθε φορά και διαφορετικά; Υπάρχει πια ένα σενάριο δέκα σελίδων από όλο το πλούσιο υλικό που μαζεύτηκε. Αυτές οι σελίδες λειτουργούν για μας σαν ένας μπούσουλας ώστε να μπορέσουμε να διανύσουμε την διαδρομή. Μέσα σ’ αυτό το σενάριο το οποίο τηρείται με αυστηρότητα όσον αφορά συγκεκριμένους χρόνους, ήδη καταγραμμένους από τον Τερζόπουλο σαν παρτιτούρα, υπάρχει η ελευθερία των ηθοποιών ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν το συγκεκριμένο πάντα, θέμα. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα ζητούμενα, είχα στερεή την λειτουργία του ήρωα που μηχανοποιείται και καταλαμβάνεται από τους αριθμούς, που εξουσιάζει κι εξουσιάζεται, που ερωτοτροπεί με τους αριθμούς, που φετιχοποιεί τους αριθμούς, που επί της ουσίας γίνεται ένας αριθμός, δεν βλέπει καν τον εαυτό του έξω απ’ αυτό. Ακόμα κι η σχέση του με την γυναίκα είναι μέσα από την δική του σεξουαλική εκτροπή, η λίμπιντό του λειτουργεί κι αυτή ως αριθμός. Ο αριθμός γίνεται η απόλυτη αποθέωση. Οι αριθμοί στην εκφορά του λόγου μου δεν είναι συγκεκριμένοι αλλά τα στάδια κι οι κόμβοι είναι συγκεκριμένοι. Μέσα εκεί μου δίνεται η ευκαιρία να κινηθώ ελεύθερα αλλά πάντα με απόλυτη συγκέντρωση, μέσα από την επιμονή του Τερζόπουλου να διατηρηθούν κάποια πράγματα ακέραια και να μην περάσουμε σε μια καθαρά αυτοσχεδιαστική, παρορμητική φάση. Να μπορέσω να τηρήσω αυστηρά τα όρια έτσι ώστε να νοιώσω ελεύθερος μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Αν θυμάσαι υπάρχει στην παράσταση μια σειρά αριθμών.
Οι οποίοι μετεξελίσσονται… Θα ήθελα να το τονίσω αυτό, να ξεκαθαριστεί ότι η επανάληψη στην δραματουργία μέσα από την ματιά του Τερζόπουλου και στην τέχνη γενικότερα δεν είναι μια στείρα γραμμική επανάληψη, είναι ένα αέναο σκάψιμο του σημείου. Μέσα από την επανάληψη και μέσα από την εμμονή δεν κινούμαστε γραμμικά αλλά προς το βάθος, δημιουργώντας ένα χωνί, από κάτω προς τα πάνω.
Κινείστε ελικοειδώς δηλαδή. Σα σπείρα. Ναι. Η αγωνία μας είναι να δημιουργήσουμε ένα χώρο. Μέσα από την εμμονική επανάληψη των αριθμών να μετουσιώνονται σε λέξεις και στην πορεία σε συγκεκριμένη κατάσταση. Για να φτάσω από το έξι στο success story περνώντας κι από το sex δεν είναι απλά μια πορεία του κειμένου που την ακολουθώ, είναι μια ανάγκη να μπορέσεις σκάβοντας να ανοίξεις χώρο, να μετουσιωθούν οι αριθμοί και να πεις ότι θες τελικά. Αν μου επιτρέπονταν χρονικά να πω και κάτι άλλο θα ίσχυε γιατί θα το άντεχε η στιγμή. Το επιτρέπω στον εαυτό μου να συμβεί, δεν είναι απλά μια εντολή… Οι λέξεις πια αρχίζουν κι αποποιούνται το νοηματικό τους ένδυμα , τα πάντα καταλύονται και το νόημα δίνει τη θέση του σε κάτι άλλο το οποίο δεν μπορώ να το ονοματίσω αυτή τη στιγμή.
Αλλά είναι μια πηγή ενέργειας από τον ηθοποιό στο θεατή, ίσως και αντιστρόφως. Ναι . Κι όταν συμβαίνει δε μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Μπορώ να καταλάβω την αμηχανία του κοινού ενδεχομένως γιατί κάποιοι θεατές θέλουν να έχουν μια προσλαμβάνουσα …
Ναι αλλά αν δεν εκπαιδευτεί το κοινό, δεν θα κάνει τα βήματά του ώστε μπει σε νέα σκηνικά τοπία, να αντιληφθεί νέες μορφές τέχνης. Και αυτό συμβαίνει στο «Άττις», αποδεικνύεται άλλωστε κι από το γεγονός πως ο Τερζόπουλος έχει κοινό, πολύ σταθερό και πιστό κοινό που αυξάνεται διαρκώς. Αυτό που συμβαίνει στις παραστάσεις αυτές είναι το ότι δημιουργείται ένα καθαρό, κρυστάλλινο μαγνητικό ρευστό το οποίο πηγάζει κι από το ερέθισμα του λόγου ή των άλλων πηγών ήχου αλλά κυρίως μέσα από την ίδια την σωματική παρουσία των ηθοποιών. Και ίσως αυτή τη φορά να είναι το πιο επίκαιρο δημιούργημά του σε σχέση μ’ αυτό που βιώνουμε. Και είναι σημαντικό γιατί αυτό που βιώνει η Ελλάδα σήμερα κι όλη η Ευρώπη δεν είναι κάτι που αφορά την επικαιρότητά μας, έχουμε μπει σε μια φάση πολύχρονη…
Μια συγκεκριμένη φάση. Βιώνουμε την πτώση του καπιταλισμού. Κι αυτό δεν έχει πισωγύρισμα. Όταν κάποιος κάνει μη συμβατικό θέατρο και θέλει να μιλήσει γι’ αυτό τότε τα πράγματα δεν τα αφηγούμαστε, συμβαίνουν. Τολμώ να πω ότι στις παραστάσεις του Τερζόπουλου κάποια πράγματα συμβαίνουν. Δεν λέγονται απλά, δεν περιγράφονται, καταδεικνύονται αν θες και συμβαίνουν. Όταν συμβαίνουν. Γιατί δεν μπορεί να πει κανείς ότι τόχει στο τσεπάκι του αυτό. Το παλεύουμε κι ο ηθοποιός κι ο σκηνοθέτης. Στην συγκεκριμένη παράσταση πιστεύω ότι συμβαίνουν πράγματα. Προσπαθώ να προλάβω κάποιους που με πολύ αγάπη κατανοώ, κάποιους θεατές που μπορεί να μην καταλαβαίνουν γιατί να κάνει κανείς μια τέτοια παράσταση σήμερα. Όταν αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα έτσι όπως σε έχουνε μάθει είναι πολύ λογικό το να μην μπορείς να δεις παρά μία τους μόνο διάσταση, αυτήν που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα. Τα πράγματα δυστυχώς προχωράνε με πολύ αργούς ρυθμούς και γι’ αυτό βλέπουμε κι σήμερα πλατιές μάζες του κόσμου να επιδιώκουν απλά να συνεχίσουν την πορεία τους όπως έχουν μάθει. Και θεωρούν την τέχνη απλά μια διασκεδαστική υπόθεση, τίποτε άλλο. Αυτό είναι κατανοητό κι ανθρώπινο. Δυσκολεύεται να μπει ο θεατής σε κάποιες διαφορετικές φόρμες. Κι ωστόσο η δουλειά του Τερζόπουλου δεν είναι ελιτίστικη.
Νομίζω κάνει λαϊκό θέατρο, έχει και την αφετηρία του από το μπρεχτικό Berliner ensemble… Ναι. Και μάλιστα αυτή η συγκεκριμένη παράσταση για μένα είναι καθαρά λαϊκή παράσταση. Το μοτίβο του success story που ακούμε γενικά ως μοτίβο εδώ δεν λέγεται έτσι, εδώ προκύπτει και είναι μέσα από την δουλειά του Τερζόπουλου που «συμβαίνει» με αυτόν τον τρόπο. Επειδή βασίζεται πολύ στον αυτοσχεδιασμό, έναν αυτοσχεδιασμό τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί αέναο. Όταν ο ηθοποιός καλείται να ανέβει στη σκηνή και να ερευνήσει μαζί του τα τοπία αυτοσχεδιάζει αέναα. Μέσα από αυτή την διαδικασία μετατοπίζονται πολλά και η αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Όταν ο χώρος κι ο χρόνος ανοίξουν μπορούν πολλά να υποδεχτούν. Μπορείς να δεις ακόμα κι ένα στιγμιότυπο βαριετέ, ένα στοιχείο λαϊκής επιθεώρησης ή να ακούσεις μια άρια και να μην σε ενοχλήσει. Όλα αυτά εγκιβωτίζονται μέσα σ’ ένα πολύ στέρεο οικοδόμημα που δεν τα πετάει έξω. Αυτό είναι και το στοίχημα του σπουδαίου σκηνοθέτη, αυτού που είναι γνώστης των υλικών του, που ξέρει το métier , το επάγγελμά του.
Άλλωστε το θέατρο λαϊκό οφείλει να είναι. Λαϊκίστικο να μην είναι γιατί σε φέρνει πίσω σε προγενέστερες, ξεπερασμένες φόρμες. Στο κοινό απευθύνεται πάντα μια παράσταση, όχι στους ειδικούς. Ναι. Και θάθελα εδώ να το πούμε αυτό γιατί δεν θέλω να θεωρηθεί ότι εμείς είμαστε ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, καλλιτέχνες δηλαδή και ελίτ και έχουμε κάποιο προνόμιο και υπάρχει και το αντίπαλο στρατόπεδο που είναι οι θεατές… Εδώ βρισκόμαστε όλοι κάτω από μία κοινή συνθήκη, όση δουλειά θέλει ο θεατής τόση θέλει και περισσότερη κι ο ηθοποιός κι ο σκηνοθέτης, όσον αφορά την εκπαίδευση του κριτήριού μας. Για να μην πέφτουμε σε παγίδες, στις ευκολίες μας ή να μην δημιουργούμε πολύ απλοϊκές φόρμες προκειμένου να είναι το έργο προσλήψιμο. Την ίδια αυστηρότητα πρέπει να έχει κι ο θεατής με τον εαυτό του. Πρέπει να έρθει μια μέρα που δεν θα πάει τυχαία να δει κάτι αλλά θα διαλέξει.
Για να μπορεί να διαλέξει με τον ίδιο τρόπο και τους όρους της ζωής του. Ναι, το τι δουλειά θα κάνει, ποια θα είναι τα όρια που θα θέσει στους άλλους, τι θα ψηφίσει. Αυτό προεκτείνεται σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, της ζωής...
Μίλησε μου λίγο για το φλαμέγκο που υπάρχει στην παράσταση. Υπήρχε η ανάγκη να μπει ένα μουσικό θέμα κι η επιλογή του Τερζόπουλου ήταν πολύ συγκεκριμένη. Το φλαμέγκο είναι μια πολύ συγκεκριμένη αναφορά σε σχέση με τον μεσογειακό πολιτισμό και το ταπεραμέντο του Νότου.
Ναι, η μουσική αυτή λειτουργεί σαν ένα εκφυλισμένο ντουέντε.
Ακριβώς. Και υπήρξε νομίζω μια γέφυρα έτσι ώστε να μην περιοριστούμε σε ένα τοπικό ζήτημα. Ένα τοπικό φολκλόρ. Μέσα από την γλυκόπικρη ανάταση, το ντουέντε του φλαμέγκο μας δίνει την αίσθηση αυτής της φθοράς. Γίνεται μια πολύ ξεκάθαρη αναφορά επίσης για την διαμάχη μεταξύ βορά και νότου, με τον άντρα να είναι ένας διεφθαρμένος κι αδίστακτος Βόρειος.
Και την γυναίκα που ξεπουλάει τα πάντα να εκπροσωπεί τον Νότο. Αν θέλουμε να βάλουμε τέτοια χαρακτηριστικά. Αν το πάμε όμως πιο βαθιά πρόκειται στην ουσία για τον άνθρωπο .
Αρσενικό θηλυκό, βορά και νότο όλα αυτά… …τα έχουμε μέσα μας. Θύτης θύμα, εξουσιαζόμενος εξουσιαστής, τα πάντα κατοικοεδρεύουν μέσα μας. Αυτός είναι ένας άξονας πολύ συγκεκριμένος στον Τερζόπουλο. Ακόμα και τα κείμενα που επιλέγει είναι πολύ στέρεα, γίνεται καθαρά αναγνωρίσιμη αυτή η θέση.
Αυτό το φλαμέγκο είναι και η μόνη επαφή σας με την γυναίκα. Ακριβώς. Νομίζω ότι γίνεται ένα μάθημα, μια εκπαίδευση προς την γυναίκα απ’ αυτόν τον άντρα αφού ξεκινάει ξεπουλώντας τα πάντα αλλά στο τέλος θέλει κι αυτή να μπει στην ενεργό διαδικασία.
Μαθαίνει από τον άντρα. Και οι γυναίκες όταν καταλαμβάνονται απ’ αυτό το μικρόβιο, γίνονται χειρότερες κι από τους άντρες. Βλέπε Μέρκελ.
Είναι πιο κυνικές. Παύουν να είναι γυναίκες. Όταν μπαίνουν στο παιχνίδι της εξουσίας με στόχο να καταλάβουν την πρώτη θέση, αποκτούν αντρικά χαρακτηριστικά. Η Μέρκελ δεν είναι γυναίκα, φαίνεται αυτό… Τέτοιες γυναίκες είναι εκπαιδευμένες από άντρες κι αυτό είναι το λυπηρό. Αν μπορούσε η γυναίκα να εμπιστευτεί την φύση της θα είχε ίσως αλλάξει κάτι στο τοπίο. Και δεν ευθύνεται και κανείς άλλος. Αν δεν αλλάξουμε τα πράγματα από μόνοι μας, δεν πρόκειται να προχωρήσει η ανθρωπότητα.
Δεν νομίζω ότι έτσι ή αλλιώς θα προχωρήσει η ανθρωπότητα. Κινείται διαρκώς στους ίδιους κύκλους μέσα σ’ έναν έλικα, μια σπείρα… Ο άνθρωπος μπορεί να προχωρήσει, η ανθρωπότητα ξαναγυρίζει πάντα σε μια προηγούμενη κατάσταση. Αλλάζουμε επίπεδα δεν αλλάζουμε τρόπους και πορεία. Ακριβώς και τώρα που εδώ στην Ελλάδα λουμπενοποιείται η μεσαία τάξη βλέπεις ότι ξαφνικά το χάσμα βαθαίνει και θα είμαστε πάλι όπως παλιά, οι φτωχοί κι οι πλούσιοι, αυτοί που θα έχουν την ισχύ μέσα από το χρήμα κι η υπόλοιπη κοινωνία που θα προσπαθεί να επιβιώσει…
Αλλά μέσα από ισχυρούς εξουσιαστικούς κώδικες. Θα είμαστε πάλι σκλάβοι. Δηλαδή μια τρύπα στο νερό έχουμε κάνει. Χύθηκε αίμα, καταστράφηκαν τα πάντα …και…
…βρεθήκαμε πίσω πάλι. Όχι μόνο βρεθήκαμε πίσω, ήταν στην κυριολεξία μια τρύπα . Είναι κωμικοτραγικό αν το σκεφτείς.
Έτσι είναι… Αλλά θέλει όλο αυτό μια αποδοχή, θέλει μια συμφιλίωση , πραγματικά θέλει αγάπη προς την ζωή. Για να το καταφέρουμε τουλάχιστον εμείς ατομικά να σταθούμε κι αν μπορούμε να γίνουμε και παράδειγμα για δυο δικούς μας ανθρώπους, για τα παιδιά μας...
Πες μου γι’ αυτή την σεκάνς που οι ήρωες περνάνε στα φάρμακα. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η σκηνή . Είναι νομίζω μια πολύ εύστοχη κατάδειξη του συνδετικού ιστού των ηρώων. Αυτό που μας ενώνει με την Αγλαΐα εκείνη τη στιγμή είναι αν θες, αυτή η αθώα καταμέτρηση του καταλόγου με τα ψυχοφάρμακα. Σαν να είναι το αποκούμπι μας. Στις δυτικές κοινωνίες αυτό που βιώνουμε είναι πως αυτά τα φάρμακα λειτουργούν σαν υποκατάστατα ζωτικών λειτουργιών. Ξέρουμε πολύ καλύτερα την σύσταση και τις ενδείξεις ή τις αντενδείξεις των φαρμάκων απ’ ότι τη σύσταση του δικού μας υλικού, του υλικού των συνανθρώπων μας . Έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα φάρμακα και κυρίως τα ψυχοτρόπα. Τα χρειαζόμαστε για να ελέγξουμε τις φυσιολογικές μας λειτουργίες, να τις ενισχύσουμε ή να τις καταστείλουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν συναντώνται τελικά. Η γυναίκα κλείνεται τελικά στο καβούκι της , σ’ αυτόν τον σωλήνα. Ο άντρας αποπειράται να διαφύγει αλλά μάλλον δεν τα καταφέρνει …
Δεν τα καταφέρνει. Αδιέξοδο. Βλέπεις τόσος κόσμος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει έχοντας το θάνατο σαν την μόνη λύση στο αδιέξοδό του.
Άνθρωποι σκοτώνουν τους εαυτούς τους κι αιτία δεν είναι ούτε η αρρώστια, ούτε ο φόβος του θανάτου, ούτε η κατάθλιψη, ούτε η απελπισία του αποχωρισμού, ούτε ο έρωτας αλλά το χρήμα. Ναι, το χρέος το οικονομικό να καταλήγεις να σε φέρνει σε τέτοια κατάσταση. Όμως δεν νομίζω πως είναι μόνο αυτό. Ένας άνθρωπος που φτάνει σ’ αυτό το σημείο αν δεν είναι συνειδητός αυτόχειρας, κάποιον άλλο λόγο θα έχει.
Ίσως ο αποχωρισμός από την ποιότητα ζωής που του προσέφερε το χρήμα να τον αφήνει ερειπωμένο. Δεν έχει άλλα στηρίγματα, ποτέ δεν τα απόκτησε κι έτσι καταρρέει. Αυτός που επέτρεψε να τον καταδυναστεύσουν με ένα τέτοιο τρόπο οι αριθμοί, όταν το χρήμα τον εγκαταλείπει και τα φάρμακα δεν πιάνουν πια, τι κάνει; Τι τούχει μείνει για να τον στηρίξει. Το Amor.
Το Amor. Που το επικαλούμαστε σαν μια απάντηση ίσως όμως τελικά να είναι και μία ερώτηση.
Ή κραυγή βοηθείας; Ή και μία υπενθύμιση, αν θες. Μήπως πρέπει να γυρίσουμε πάλι πίσω και να δούμε τη ζωή μέσα από ένα ζωικό ένστικτο; Να αποφασίσουμε πια τι είναι το πιο σημαντικό; Γι’ αυτό ακούμε κάποια στιγμή και το αλύχτισμα του λύκου. Ο άνθρωπος που είναι πια μηχανή στο τέλος φτάνει να γίνεται ζώο…
Αυτό εμένα μου λειτούργησε με έναν περίεργο τρόπο. Είδα το άγριο, σκοτεινό, νυχτερινό κομμάτι αυτού του ζώου, του λύκου να το ανακαλύπτει μέσα του όταν τα στηρίγματα καταρρέουν. Σαν να έγινε μια πολύ ισχυρή δύναμη, μια παρηγοριά, αυτό το πιο απελπισμένο και μοναχικό κομμάτι του λύκου μέσα του. Γιατί είναι αληθινό. Γιατί είναι λύκος, δεν είναι μηχανή. Σαν να του θυμίζει το ζώο μέσα του την πραγματική φύση του. Να τον καλεί να συναντηθούν. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Βλέπεις όπως είπαμε πριν, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν συναντιούνται .
Δεν μπορούν να συναντηθούν, Μπορούν; Δεν μπορούν να γεννήσουν. Ε! για να γεννήσουν πρέπει πρώτα να συναντηθούν. Να γεννήσουν ιδέες, να γεννήσουν έναν νέο άνθρωπο να γεννήσουν έργο…
Ή έναν νέο κώδικα ζωής αφού ο καπιταλισμός καταρρέει. Οπότε τι κάνουμε; Χρειαζόμαστε την αγάπη, μόνο με την αγάπη μπορούμε να προχωρήσουμε.
|