Σχετικά άρθρα
ΟΙ (ΘΕΑΤΡ)ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ... ΞΑΠΛΩΝΟΝΤΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Κωνσταντίνος Μπούρας | |||
Δευτέρα, 23 Ιούλιος 2012 07:58 | |||
Οι (θεατρ-)άνθρωποι που ανεβαίνουν …ξαπλώνοντας!
Για να παραφράσω τον «πατέρα» της Ψυχανάλυσης (αλήθεια, ποια ήτανε η μητέρα αυτού του εκτρώματος;), τον «πολλά βαρύ και όχι» Σίγκμουντ Φρόϊντ, που μίλησε για τους «ανθρώπους που αποτυγχάνουν πετυχαίνοντας», εγώ σήμερα θα μιλήσω για τους (θεατρ-)ανθρώπους που ανεβαίνουν… ξαπλώνοντας σε κρεβάτια ηδονής από έκνομης, έως ύποπτης και ρυπαρής. Οι φιλοδοξίες βλάπτουν σοβαρά την υγεία. Άσε, πού να δεις, η ζωή η ίδια, πόσο βλάπτει σοβαρά τη ρημάδα την υγεία. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω, γιατί ο κατάλογος είναι …μακρύς και οι ιστορίες που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου ατελείωτες (με το συμπάθειο – δις). Λοιπόν, ο γυριστρούλης εκείνος νεαρός της δεκαετίας του 1980 (πω πω πω πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια!) που όλα τα έσφαζε και όλα τα μαχαίρωνε, βασιζόμενος στο πακέτο που φούσκωνε στο καλοσιδερωμένο τζιν παντελόνι του, ήταν τεμπέλης, ακαμάτης, αργόσχολος κι αριστερών πεποιθήσεων. Καλά, τότε ήταν της μόδας να είσαι αριστερών πεποιθήσεων. Μόνο που εκείνος ήταν συντηρητικούλης ακόμα και στην επαναστατικότητά του. Όλο κάτι κουκιά μετρούσε στις φοιτητικές εκλογές, όλο για τη γραμμή του κόμματος μιλούσε (μη με ρωτήσετε ποιανού κόμματος – ένα είναι το κόμμα!), όλο κάτι τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν αναχάραζε, αλλά το μυαλό του το είχε αποκλειστικά και μόνον στο πώς θα βολευτεί χωρίς να καταβάλει πολύ κόπο. Και στα πολιτιστικά μισο-απών, μισο-παρών ήτανε και το μάτι γαρίδα όταν περνούσαν φουσκωτά οπίσθια, ανεξαρτήτως φύλου (εκεί θα κολλήσουμε τώρα; – αν και το κόμμα δεν επικροτούσε τέτοιες παρεκτροπές – παρεκτός κι αν γίνονταν στα κρυφά). τελικά την έκανε την τύχη του, έπιασε την καλή που λένε. Βρήκε μια δεξιούλα, παχουλούλα, αδεξιούλα, καϋμενούλα φοιτήτρια που τη λέγανε και …Νούλα (όνομα και πράμα ήτανε), κόλλησε δίπλα της, έφυγε απ’ το κόμμα, γράφτηκε στο απολύτως άκρως αντίθετό του, κέρδισε μια υποτροφιούλα, με τη μεσολάβηση του πατέρα της αρραβωνιαστικιάς του, που ήταν σε κάτι επιτροπές και βρέθηκε στα Λονδίνα παρακαλώ να αλωνίζει. Στέναξαν τα γκέι-κλαμπ! Ένα βράδυ συνάντησε στην …μπάρα (να κάθεται δίπλα του και να κουτσοπίνει στο μπαρ) έναν καθηγητή από διπλανή σχολή, που τον είχε ήδη προσέξει στα ουρητήρια ανδρών, όπου ξημεροβραδιαζόταν ο αταχτούλης φοιτητάκος από τα Σούρμενα (που λέει ο λόγος – μην παρεξηγηθώ)… Ε, λοιπόν, για πότε εγκατέλειψε την αρραβωνιαστικιά, για πότε εγκαταστάθηκε στο East-End, για πότε βρέθηκε να υποστηρίζει διδακτορικό σε άσχετη ειδικότητα από τις βασικές σπουδές του, κανείς δεν κατάλαβε. Να, που κι αυτά συμβαίνουν (ακόμα) και στην Εσπερία. Διορίστηκε μάλιστα σε μια προσωρινή θεσούλα στο Πανεπιστήμιο. Όμως έχει ο καιρός γυρίσματα και κάθισε άλλος στη …μπάρα, πιο νέος, πιο γυριστρούλης και με επιδεξιότερη …γλώσσα. Γύρισε πίσω στην Ψωροκώσταινα ο αναιδής νεαρός, όμως κι εκεί δεν χάθηκε. Γράφτηκε στο κόμμα της τότε εξουσίας, κόλλησε αφίσες, φίλησε κατουρημένες ποδιές (και όχι μόνον!) και βρέθηκε σε όλες τις αμειβόμενες επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας. Και, βεβαίως, προσελήφθη ως λέκτορας στην Πάντειο κι έκοψε κι έραψε δεόντως. Όταν όμως μπήκαν οι ορκωτοί λογιστές, βρέθηκε στον Κορυδαλλό στο ίδιο κελί με έναν αλκοολικό (ευτυχώς, γιατί δεν ήταν …ενοχλητικός). Όμως κι εκεί δεν χάθηκε το …πουλάκι μας. Πήδηξε (πάνω – ή πίσω; δεν ηξεύρω – δεν ήμουνα και …μπροστά – στη σκηνή, εννοώ) έναν υψηλά ιστάμενο στην ιεραρχία του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, τα έφτιαξε και με τον παπά των φυλακών, την ώρα που τον …εξομολογούσε κάτω από το πετραχήλι του και στο τέλος βρέθηκε αρχιγραμματέας των αναστολών στο Κακουργοδικείο. Μάλιστα! Μα θα μου πείτε: «γίνονται αυτά τα πράγματα;». Εεεε, φυσικά και γίνονται. Ακούστε τώρα και τη δεύτερη ιστορία της νεαρής στάρλετ, της ιδίας δεκαετίας και της ιδίας κοπής. Αυτή λοιπόν η φέρελπις νεαρά ήταν πουρο-μανής. Όχι μόνο λάτρευε τα πούρα, αλλά είχε και μιαν εμφανή αδυναμία στα πουρά. Τώρα, θα μου πει ένας φίλος ψυχαναλυτής (φροϋδικός, βεβαίως – βεβαίως) ότι έψαχνε τον πατέρα της και τα λοιπά και τα λοιπά. Μα ο πατέρας της ήταν στο σπίτι, υψηλόβαθμος στρατιωτικός, αδιαφορούλης, μετριούλης, συμπαθητικούλης, μικροαστούλης, χαϊδομενούλης και όλα τα σε –ούλης, λεγόταν δε… Λούλης! Τέλος πάντων, η μικρά ήταν αποφασισμένη από νεαράς ηλικίας. Προκομένη εκείνη – αντίθετα από τον προηγούμενο ακαμάτη – δεν έλεγε όχι σε δουλειά, όποια κι αν ήταν αυτή. Μέχρι και σκάλες καθάριζε για να σπουδάσει και τζάμια έπλενε και κλειδαριές …λάδωνε και τα πατώματα έγλυφε. Η τέλεια νοσοκόμα, η ιδανική υπηρέτρια. Η γυναίκα των ονείρων κάθε πετυχημένου εξηντάρη. Και δεν άργησε να τον βρει τον εξηνταπεντάρη της (εκεί θα κολλήσουμε; Πέντε χρόνια πάνω πέντε χρόνια κάτω; Σιγά!). Και την προώθησε και την ανέδειξε και την ανέβασε στα πρώτα ονόματα στις μαρκίζες των νυχτερινών κέντρων. Μεγάλο σκυλί η κοπέλα. Αλλά τα κατάφερε. Αυτοδημιούργητη! Και όλες οι όμοιές της την φθονούσαν μέχρι θανάτου κι έτρεχαν στις χαρτούδες και στις μάγισσες να της κάνουν βουντού. Μέχρι και στην Επίδαυρο τραγούδησε! Μάλιστα. Κορυφαία του χορού. Τώρα θα μου πείτε: «ποιανού χορού;». Μα του Ζαλόγγου, φυσικά, θα σας απαντήσω. Ελλάς, το μεγαλείο σου! Όμως δεν της βγήκαν σε καλό όλα αυτά. Φαίνεται ότι τα πληρωμένα βουντού έπιασαν κι αρρώστησε βαριά η δύσμοιρη και πέθανε πριν από την εξηνταπεντάρη της, που – προς τιμήν του-, τη γιατροπόρεψε. Ήταν ψυχούλα ο λεβέντης. Hθικόν δίδαγμα: μην τα δίδετε όλα μονομιάς, μην προσφέρετε γην και ύδωρ στον πρώτο τυχόντα μεγαλοσχήμονα. Η επιτυχία θα έρθει μόνο μέσα από την τίμια δουλειά και τις υγιείς σχέσεις. Κι έρχεται πάντα στην ώρα της. Δεν χρειάζεται να βιάζουμε τα πράγματα και να εκβιάζουμε καταστάσεις. Γιατί υπάρχει και Θεός, που …βλέπει. Κι όταν έρθει η ώρα να φύγουμε απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο μόνο το έργο μας θα μείνει πίσω, αδιάψευστος μάρτυρας του τι πραγματικά ήμασταν. Όλα τα άλλα, καπνός. Η αυτοεκτίμηση κι ο αυτοσεβασμός δεν απαλλοτριώνονται στο βωμό καμιάς μωροφιλοδοξίας. Ο άνθρωπος που γνωρίζει την αξία του και δουλεύει νυχθημερόν, βλέπει κάποια μέρα τη δικαίωσή του ν’ ανατέλλει. Γι’ αυτό σας λέω: κοιμηθείτε μόνο μ’ αυτούς που αγαπάτε. Για το καλό της ψυχικής και σωματικής σας υγείας. Για το καλό της …τέχνης σας (όποια κι αν είναι αυτή). Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να σιχαίνεσαι το είδωλό σου στον καθρέφτη. Αυτά για την ώρα. Θα επανέλθω …δριμύτερος. Συγγνώμη αν το παρασοβάρεψα, αλλά με βαραίνουν οι πέντε δεκαετίες της δύσκολης ζωής που περνώ και συνήθως αγανακτώ με τις αδικίες της κοινωνίας. Όμως σήμερα νιώθω πιο επιεικής. Σας ευχαριστώ που με διαβάσατε. Τα λέμε πάλι, θεού θέλοντος και …Μαρίας επιτρεπούσης.
Ευθυμογράφημα από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
|