Σχετικά άρθρα
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΝΙΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 14 Μάιος 2013 20:23 | |||
Η δική μου Νίκη Τριανταφυλλίδη Ήμουν στο δεύτερο έτος της δραματικής σχολής, όταν ήρθε να διδάξει εκεί στα παλιά της λημέρια, μαθήτρια όντας του Πέλου Κατσέλη. Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή και τσακωθήκαμε δύο λεπτά μετά. Άρχισε αμέσως να μας διδάσκει την απλότητα, την φυσικότητα, την άμεση ανταπόκριση στο κοινό, την έξυπνη υποκριτική που περνάει μέσα από λογική σκέψη κι όχι μέσα από ανεξέλεγκτο συναίσθημα, το πλάσιμο ενός ρόλου με μαγικά υλικά αλλά και με πολύ δουλειά, την εξέγερση και την υποτακτικότητα των θεατρικών ηρώων που αντιμάχονται τον ηθοποιό ώσπου να μπορέσει εκείνος να τα κατακτήσει και να τα υπερβεί, τη χάρη τη σιωπής και την αμεριμνησία των σωμάτων, την ζωώδη ένταση και την υποβόσκουσα αντίθεση. Πολλές φορές αργούσε να έρθει και την περιμέναμε έξω από τον κήπο της σχολής στο δρομάκι της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου κάτω από τον ήλιο, όπως περιμένει κανείς ένα δώρο που του το έχουν υποσχεθεί αλλά ακόμα δεν το έχει λάβει. Αγαπούσε την τάξη της αλλά είχε τον δικό της τρόπο να προσεγγίζει τους μαθητές της. Δυσκολεύονταν να υποταχτεί σε κανόνες, της άρεσε το απρόβλεπτο αυτό που γεννάει η στιγμή και που γίνεται ανεκτίμητο γιατί συνήθως παραμένει σχεδόν αόρατο. Αργότερα έγινα μαθήτρια της εις το διηνεκές, παρακολουθώντας τις δράσεις της αλλά και την καθημερινότητά της. Αυτή με δίδαξε την Κασσάνδρα από τις Τρωάδες, μια Κασσάνδρα έκρυθμη, παραδομένη στο ανομολόγητο που περιστρέφονταν και σπάραζε μπαινοβγαίνοντας από τον ένα χρόνο στον άλλο σαν παγιδευμένη πέστροφα. Μαζί της έκανα για πρώτη φορά τηλεόραση: Γυναικείες μορφές στην ιστορία. Ήμουν η νεαρή ηλικία μερικών από τις ηρωίδες που αυτή ενσάρκωνε στην ώριμη φάση της. Τα επεισόδια αυτά δεν παίχτηκαν ποτέ… Αλλά τα γυρίσαμε αυτό έχει σημασία… Πάντα με την Νίκη υπήρχαν τέτοιες ανατροπές, τα εύκολα γίνονταν δύσκολα, τα δύσκολα, παιχνιδάκι… Μου έδειξε τον Σαίξπηρ, τον Ρίτσο, τον Λόρκα, τον Μπρεχτ, τον Ουίλιαμς έτσι όπως δεν μου τους είχε κανείς άλλος ως τότε, δείξει. Εκεί που οι άλλοι γελάνε εσύ να κλαις μου έλεγε. Κι εκεί που κλαίνε να γελάς. Να γελάς πολύ στο θέατρο, κάνε το γέλιο σου να ακούγεται και σαν γέλιο και σαν κλάμα και θα δεις, θα είσαι μοναδική. Μου έλεγε: Ποτέ μη αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω. Ότι παραμελείς, θα το χάσεις, αργά ή γρήγορα θα το χάσεις. Μου έλεγε πάντα να απορρίπτεις αυτό που σκέφτεσαι πρώτο. Κι αμέσως να ψάχνεις το επόμενο. Τέτοια μου έλεγε… Πήγαινε σε ένα εξοχικό ξενοδοχείο κι έκανε δίαιτα με βραστό νερό για να αδυνατήσει. Η κόρη της η όμορφη Ζωή έπαιζε με τον μικρό αδελφό μου, έτρωγαν λουκουμάδες και κυνηγούσαν την Μπιάνκα, τον ολόλευκο σκύλο μας, στον κήπο. Μαθήματα, ατέλειωτα μαθήματα για την Κέητ την στρίγκλα του Σαίξπηρ που ποτέ δεν συμβιβάζεται αλλά μαθαίνει να ειρωνεύεται και να υποκρίνεται, για την Χρυσόθεμη του αγαπημένου της Ρίτσου που την είχε ενσαρκώσει εξαίσια τότε, για το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» με μία Κάθριν στο έλεος της τυφλής εξουσίας και των ανελέητων μεθόδων της. Βλέπαμε ταινίες με τις ώρες, της άρεσε να βλέπει πως έπαιζαν οι ηθοποιοί σε άλλες χώρες και να παρατηρεί μικρές λεπτομέρειες του σεναρίου ή της σκηνοθεσίας. Δεν της άρεσε να παίζει στο σινεμά, δεν της άρεσε να παίζει χωρίς ζωντανό κοινό αλλά λάτρευε να ανιχνεύει το αόρατο στις ταινίες, αυτοί ήταν οι πολύτιμοι θησαυροί της, τα αόρατα, τα ανήκουστα, οι μικρές λεπτομέρειες, τα σοφά λάθη, οι αντιστροφές, όλα όσα συνέθεταν το φόντο κι όλα όσα εργάζονταν υποδόρια, η σύγκρουση με κάθε συνέπεια, η διαρκής αφύπνιση, η σπαρταριστή παρουσία, ο τρόμος της επίγνωσης κι η ύποπτη πάντα γαλήνη της αποδοχής. Σε κάθε έργο μπορούσε να δει την πολιτική του διάσταση, το κρυμμένο κλειδί για την ερμηνεία, την αντίφαση ως έπαλξη για μάχη, το υπονοούμενο σαν στίβο για την ανάπτυξη της υποκριτικής γραμμής. Γελούσε, θύμωνε με το παραμικρό, μετά της πέρναγε, έπεφτε σε συλλογισμούς κι ύστερα πάλι με ένα λοξό χαμόγελο ειρωνευόταν τον εαυτό της και τους άλλους, δεν ήθελε καθόλου τους δρόμους τους εύκολους, της άρεσαν τα μονοπάτια τα ελάχιστα περπατημένα κι οι αδιάκοπες κόντρες… Η τεχνική της ήταν απαράμιλλη. Όταν βρισκόταν στη σκηνή λειτουργούσε σαν καλός ποδοσφαιριστής, καμία χαμένη κίνηση, τίποτα χωρίς στόχο και πάντα λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Τη φωνή της την έπαιζε σαν ένα όργανο, οι λέξεις γίνονταν μουσική, εξέφερε τα νοήματα με απροσδόκητους μηχανισμούς και τόνιζε απρόβλεπτα, έκανε παράξενες παύσεις όλα όμως μέσα σ’ έναν αυστηρό ρυθμό που πιο πολύ πήγαζε από τη σάρκα της παρά από το κείμενο, οι ανάσες της απογειώνονταν διαρκώς κι οι αποχρώσεις πλούταιναν το λόγο μαζί με τις μικρές και μεγάλες παύσεις-ανάσες και ανεβοκατεβάσματα των εντάσεων και των ρυθμών. Ήταν αναρχική, δεν της άρεσε να εικονοποιεί την δραματουργία ή να την εκφέρει σαν υπηρέτης της, της άρεσε να την αντιστρέφει, να την ορίζει εκείνη, να την επαναπροσδιορίζει υπό ένα άλλο πρίσμα, να την μάχεται και να την υποτάσσει σαν να επρόκειτο για πάλη ή για ταυρομαχία. Η Νίκη Τριανταφυλλίδη ήταν ντουέντε, δεν μπορούσε παρά να είναι ντουέντε, έρχονταν από τον αόρατο κόσμο των πνευμάτων κι εκεί πάντα επέστρεφε. Εκεί προσευχόταν τα τελευταία χρόνια για να αναπαύσει τις επώδυνες εκρήξεις της ψυχής και του πνεύματός της. Τώρα ο πόλεμος τέλειωσε, η πανέμορφη γυναίκα με την παράξενη ελιά, τα λιονταρίσια μαλλιά και το ανελέητο βλέμμα ησύχασε. Έφυγε μαζί της μια ολόκληρη εποχή, μια εποχή των παλαιών δασκάλων και της ερμηνευτικής ευδαιμονίας τους... Αλλά κάποιοι θυμούνται ακόμα. Κάποιοι μπορούν ακόμα να ακούσουν ένα πρωινό κελάδισμα κοτσυφιού σαν έκκληση βοηθείας, μια εκκωφαντική σιωπή σαν εύθυμη φλυαρία, μια κατάφαση σαν άρνηση, ένα γέλιο σαν κλάμα, μια παύση σαν κραυγή κι ένα ηλιοβασίλεμα σα γέννα. Επειδή εκείνη τους το δίδαξε…
|