ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Οι δούλες του Ζαν Ζενέ Τέσσερις πλαστικές ασημί λουρίδες στο δάπεδο. Πολλά πλαστικά πολύχρωμα λουλούδια πάνω στον «Επιτάφιο» – τραπέζι – καθρέφτη. Πλαστικά φορέματα η Κυρία, πλαστικές ποδιές και πανωφόρια οι υπηρέτριες. Πλαστικά παπούτσια, πλαστικά γυαλιά. Αυτές οι «Δούλες», οι φρέσκιες, οι σύγχρονες, βουτηγμένες στο πλαστικό μεν, αλλά, σαφώς, μια εύπλαστη αυθαιρεσία. Μήπως τι είναι η παράσταση; Η κάθε παράσταση; Μια αυθαιρεσία με υπογραφές. Κι έτσι πρέπει. Στην εποχή του πλαστικού θρόνου, όπου αναπαύονται οι αυθαιρετούντες όλου του κόσμου όταν δεν αυθαιρετούν, πάλι καλά που η τέχνη του θεάτρου μπορεί να αυτοσαρκάζεται και να αυθαιρετεί με στόχο. Το σπουδαιότερο δε, ν΄ ανοίγει πύλες αυθαιρεσίας στους θεατές και να προ(σ)καλεί με ή άνευ μικροφώνου: αυθαιρετήστε! Σας δίνω το δικαίωμα. Μπείτε στο έργο και πάρτε και δώστε ό,τι καταλαβαίνετε. Στην κυριολεξία. Η γοητεία της αυθαίρετης γνώμης κοστίζει όσο ένα εισιτήριο εισόδου, αλλά εμπλουτίζει τη σκέψη, τη διανόηση. Θα αυθαιρετήσω κι εγώ. Λίγο παρακάτω. Με καθυστέρηση ενός χρόνου ήρθε στη Θεσσαλονίκη η παράσταση που ανέβασε το «Θέατρο Τέχνης» πέρυσι τον χειμώνα στο εμβληματικό «υπόγειο» του. Στο, επίσης, εμβληματικό «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, νύχτα Σαββάτου, γεμάτος κι ο εξώστης. Η κ. Κάλμπαρη, λίγο πριν κτυπήσει τρίτο κουδούνι, αυθαιρετεί. Αρπάζει το μικρόφωνο και προδίδει: «ο Οδυσσέας Ελύτης, 52 χρόνια πριν, στην πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα και, μάλιστα, για το Θέατρο Τέχνης, το μετέφρασε με τον όρο «Οι Δούλες» κι έκτοτε στις αμέτρητες φορές που το έργο έχει παρασταθεί στη χώρα μας, ο όρος διατηρήθηκε από όλους τους μεταφραστές που το άγγιξαν». Η ίδια δεν εξαιρείται. Ενοχλητική κίνηση. Δεν έπρεπε να δώσει στο «πιάτο», η γαλαντόμος «προδότρια», τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα, τόσο απλόχερα, ό,τι μάζεψα εγώ ανακατεύοντας μνήμες από προηγούμενες παραστάσεις των «Δούλων» κι από καινούργιες πηγές πληροφόρησης. Θέλησε να διδάξει και το έκανε. Σκηνοθέτησε το έργο, το μέσα της δεσμεύτηκε να καθοδηγήσει και το κοινό. Ποιος ξέρει τι είδους εκτίμηση τρέφει για τους θεατές. Άβυσσος η σκέψη του ριζο..σπαστικού σκηνοθέτη... Ο συγγραφέας Ο «αιρετικός» Ζενέ (1910 – 1986) ταρακούνησε το θεατρικό γίγνεσθαι της εποχής με το «Les Bonnes», του οποίου η ακριβής μετάφραση στα ελληνικά είναι «οι Υπηρέτριες», αλλά και «οι Καλές». Πρώτη δημοσίευση του έργου: περιοδικό L’ Arbalete, τον Μάιο του 1947. Ο Ζενέ έγραψε τις Δούλες κατά παράκληση του Louis Jouvet, που τις ανέβασε στο Theatre de l’ Athenee των Παρισίων, τον Απρίλη του 1947. Ο Jouvet χρησιμοποίησε στην παράστασή του ένα ελαφρώς παραλλαγμένο κείμενο, που εκδόθηκε το 1958 και αποτελεί το στερεότυπο σήμερα κείμενο του έργου. Ο Ζαν Ζενέ, ένας περιθωριακός εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, κατάδικος και εγκαταλειμμένος από τη μητέρα του, περνάει στα χέρια της πρόνοιας, των αναμορφωτηρίων και των φυλακών, ενώ βρίσκει τον εαυτό του στη συγγραφή. Στη φυλακή έγραψε τα περισσότερα έργα του. Καταλυτικό ρόλο στη ζωή και το έργο του διαδραμάτισε η γνωριμία του με τον Σαρτρ, οπότε μπορούμε σήμερα να πούμε πως ο Ζενέ υπήρξε σημαντικό κομμάτι της γαλλικής διανόησης, καθώς και ένας ιδιαίτερος εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα το έργο δε γράφτηκε για να δικαιώσει την τάξη των υπηρετών και ν’ ασχοληθεί με τα ζητήματα τους, αλλά πρόκειται για μια αλληγορία. «Οι Δούλες» είμαστε όλοι εμείς, με τα όνειρα μας, τις ψευδαισθήσεις μας, τις αρρωστημένες φαντασιώσεις μας, τις ανάγκες διαφυγής μας από την πραγματικότητα. «Οι Δούλες» είναι ο αντικατοπτρισμός όλων εκείνων που φοβόμαστε, που αγαπάμε να μισούμε, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας, η οποία στο έργο απεικονίζεται με την παρουσία της Κυρίας, που με τη σειρά της εξουσιάζει τις δούλες της και ορίζει το παρόν και το μέλλον τους, αλλά είναι και ‘’δούλα’’ του Κυρίου, ωσεί παρών στο έργο, όμως η δύναμή του την παραλύει. Υπόθεση Η αληθινή ιστορία είναι πολύ γνωστή, αφού αναφέρεται σ’ ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα που συνέβησαν στη Γαλλία, στις 2 Φεβρουαρίου του 1933. Οι αδελφές Παπέν (Papin), υπηρέτριες στην οικογένεια Lancelin κατακρεούργησαν την «Κυρία τους» και την κόρη της. Όπως ήταν φυσικό, η υπόθεση συντάραξε τη γαλλική κοινωνία και πλήθος διανοουμένων και συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και οι Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ζαν Ζενέ καθώς και ο γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν (Jacques Lacan). Έτσι, προέκυψαν οι θεατρικές «Δούλες». Πρόκειται για μια ιστορία τεράτων (η λέξη είναι του ίδιου του Ζενέ ). Είναι μια ονειρική προβολή σ’ ένα σκοτεινό σύμπαν, το οποίο ξεφεύγει από τις κατηγορίες της σκεπτόμενης λογικής. Παίζοντας την Κυρία τους οι υπηρέτριές της, η Κλερ και η Σολάνζ, τακτοποιούν έναν διπλό λογαριασμό μαζί της. Συγχρόνως δε, την απεχθάνονται και τη λατρεύουν, ακόμη και σωματικώς. Το εκ βαθέων μίσος τους φτάνει έως την απόπειρα δολοφονίας ενώ βρίσκονται σε προβεβλημένη ομοφυλοφιλική σχέση. Παίζουν το να «απεχθάνονται η μία την άλλη». Το παιχνίδι τους, όμως, παροξύνει την αμοιβαία τους απέχθεια. Στην πραγματικότητα, οι δούλες είναι το είδωλο η μία της άλλης. Εν ολίγοις, στην προσπάθειά τους να σπάσουν τη ρουτίνα τους και να αποδράσουν από την καταπίεση της καθημερινότητας, η Κλερ και η Σολάνζ, παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων, στο οποίο η Κλερ υποδύεται την Κυρία τους και η Σολάνζ την Κλερ. Σιγά – σιγά, αυτό το παιχνίδι αρχίζει να σοβαρεύει και καταλήγουν στην απόφαση να απαλλαγούν από την Κυρία δηλητηριάζοντάς την. Οι προσδοκίες τους, όμως, θα διαψευσθούν και οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές. Η παράσταση Μικρόφωνο, κουδούνι, ενότητα. Ξανά. Μικρόφωνο, κουδουνιού, ενότητα. Σκηνοθετική αυθαιρεσία. Λειτουργεί φροντιστηριακά στη σκηνή, ως «σκονάκι» στην πλατεία. Επί της ουσίας, οι τρείς ηρωίδες κάνουν μια οργισμένη συνειδησιακή επανάσταση ενάντια στον εαυτό τους για να εξαφανίσουν τη βασανιστική σχέση αφεντικού -δούλου, με την οποία είναι δεμένες ανέκκλητα, αλλά αγωνίζονται μάταια. Από την αρχή της παράστασης είναι εμφανής η κρίση των σχέσεων Κυρίας- υπηρετριών, οι οποίες οικειοποιούνται τον πολιτισμό της, προσπαθούν να μπουν στο «πετσί» της, πράγμα το οποίο τις καθιστά απάνθρωπες, κυνικές και υποκρίτριες. Σύμφωνα με τη μετάφραση και τη σκηνοθετική θέση της κ. Κάλμπαρη, στην παράσταση του «Θεάτρου Τέχνης» οι δύο αδερφές αναπτύσσουν μεταξύ τους μία ιδιαίτερη σχέση, ένα εκρηκτικό μίγμα σεξουαλικών ομόφυλων συμπεριφορών, καταστροφικής μανίας, δολοφονικών ενστίκτων και πόθου για εξέγερση και απελευθέρωση, μια «αρρωστημένη» σχέση με ακραία συναισθήματα, της οποίας ο πυρήνας τους είναι το «παιχνίδι». Όχι εκείνο το κλασικό παιχνίδι μεταξύ δύο κοριτσιών. Οι ρόλοι εναλλάσσονται συνεχώς, φτάνοντας στο σημείο τα δύο πρόσωπα να γίνονται ένα. Ο εφιάλτης, το παρελθόν και το παρόν τους, καθορίζονται από μια ακανόνιστη ανάγκη να απεμπλακούν από την υπόστασή τους και την πραγματικότητα. Η σκηνοθέτις κράτησε για τον εαυτό της την «Κυρία». Κακώς, πολύ κακώς. Τόσες καλές ερμηνεύτριες υπάρχουν. Καραμπινάτη αυθαιρεσία που λειτουργεί ως μπούμερανγκ. Απαιτητικός ο ρόλος και ακόμη πιο δύσκολος, όταν η ηθοποιός αυτοσκηνοθετείται. Ωστόσο, ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει στη σκηνή δρα ως αντισταθμιστικός παράγοντας στην ένταση του δουλικού ζευγαριού και αποφορτίζει το έντονο κλίμα των μεταξύ τους «ανορθόδοξων» σχέσεων. Παράλληλα, αποτελεί κι ένα υποκείμενο που ταράζει τα βάθη των ψυχών των υπηρετριών της, ως λάγνα ποθητή Κυρία και ως μισητή δυνάστης της ελευθερίας τους. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου ( Κλερ) και η Κάτια Γέρου ( Σολάνζ) είναι εξαιρετικές ηθοποιοί. Ίσως, κάτι παραπάνω. Δοτικές σε βαθμό να ελευθερώσω τη δύναμη της αυθαιρεσίας μου. Στις ονειροπολήσεις τους μέσα σε πύργους και σε τεράστιους κήπους, εγώ σεργιάνιζα στο DownTown. Στις εξομολογήσεις κρυφών επιθυμιών τους, έτσι όπως η κινηματογραφική μουσική τις έντυνε, εγώ κολυμπούσα μέσα στις εικόνες του Πολάνσκι από τον «Όλιβερ Τουίστ» του. Στις εκρήξεις της Κυρίας, εγώ γινόμουν εκτιμητής του «Χρυσού Βατόμουρου». Στις αψιμαχίες των υπηρετριών, εγώ χάζευα την Μπέτι Ντέιβις με την Τζόαν Κρόφορντ στην «Κακιά αδελφή». Σ’ όλες τις σκηνές κυριαρχίας των «Δούλων», εγώ τις στεφάνωνα με κλαδιά ελιάς, ως ένδειξη απεριόριστης εκτίμησης, θαυμασμού και συγκίνησης. Έξοχες και οι δυο. Η αδιαμφισβήτητη σκηνική χημεία τους «φωνάζει» τη συλλογική προσπάθεια, τον σπάνιο επαγγελματισμό, τον συνειδητό κόπο που καταβάλουν, αλλά και την άριστη τεχνική δομή, τις αρετές, το ήθος και την αρτιότητα της προσωπικής τους «εργαλειοθήκης». Κλέρ και Σολάνζ, μπλέκονται η μία μέσα την άλλη κατακτώντας κάθε κομμάτι του καθρέφτη αλλά και της ύπαρξής τους. Η αξιοθαύμαστη Κωνσταντίνας Τάκαλου είναι τόσο εσωτερική και τρυφερή σαν κλωναράκι κι όμως τόσο σκληρή «Κλέρ», σαν κεντρί. Στον αντίποδα, η Κάτια Γέρου, ως Σολάνζ, δείχνει τόσο ενεργειακά ακέραιη σε όλη τη διάρκεια όσο και παραληρηματικά συντονισμένη στο «εγώ» του ρόλου. Είναι ο αέρας που μπαίνει από τις χαραμάδες και ψυχραίνει κάθε ένταση, από τη δροσερή υγρασία ως τη θανατερή παγωνιά. Η κ. Κάλμπαρη αναμετριέται στη σκηνή με τις άλλες δυο έξοχες ηθοποιούς και νικιέται κατά κράτος. Τα περί «επιλογής της να παρουσιάσει μια καινοδόξη «Κυρία» και πολύ μακρυά από τις υπηρέτριες» που κάπου διάβασα, τα πέταξα στον Καιάδα. Δεν αναφέρομαι στο χτίσιμο του χαρακτήρα. Μιλάμε για απόδοση αυτού του μοντέλου που επινόησε η ίδια, ως σκηνοθέτις. Πενιχρότατη. Ατυχής η έμπνευση να ερμηνεύσει η σκηνοθέτις την Κυρία. Ευτυχής η ανάθεση στις σπουδαίες Κάτια Γέρου και Κωνσταντίνα Τάκαλου, των ρόλων των δυο υπηρετριών. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης (Χριστίνα Κάλμπαρη) λιτά, μαύρα, συμβολίζουν τη σκοτεινή ψυχή των υπηρετριών και, σαφώς, εξυπηρετούν την μετακόμιση. Οι φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου) τονίζουν τη σκηνοθετική άποψη. Μοναδική καλαίσθητη εξαίρεση, ο φωτισμός της ονειρικής τουαλέτας – κάδρο, που καμαρώσαμε όλοι. Πάνω και κάτω από τη σκηνή. Η μουσική επιμέλεια του Νέστωρα Κοψιδά κινηματογραφική, όμορφη, ταξιδιάρικη, ξεκινά με το «Anna la Bonne» του Ζαν Κοκτό, που γράφτηκε για το έργο του Ζενέ, και τελειώνει με το πιο πρόσφατο «Voyage – Voyage». Σύγχρονη παράσταση των «Δούλων». Φορμαλιστική και με εντελώς προσωπική ματιά της σκηνοθέτιδας. Γρήγοροι ρυθμοί. Καταιγιστικές ανατροπές. Εκμετάλλευση όλου του σκηνικού χώρου. Το τραπέζι με ρόδες, Άκρως λειτουργικό σκηνικό. Γίνεται «επιτάφιος» της Κυρίας από την αρχική σύλληψη της ιδέας εξόντωσής της. Γίνεται καθρέφτης, γίνεται τραπέζι για δυο, γίνεται κρεβάτι, γίνεται διάδρομος απογείωσης σχεδίων και ανώμαλης προσγείωσής των. Επρόκειτο για μια παράσταση αφιερωμένη στην καταπίεση και στην κοινωνική ανισότητα, θύματα των οποίων υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι, όσο ο κόσμος μας υπάρχει. Έστω κι αν ζει και κινείται σε γήινες πλαστικές κατασκευές ή επιπλέει σε πλαστικές υδάτινες επιφάνειες. Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη Παίζουν: Κάτια Γέρου, Κωνσταντίνα Τάκαλου και Μαριάννα Κάλμπαρη. Θέατρο Αμαλία Θεσσαλονίκη
Τιμές εισιτηρίων: 15€ γενική είσοδος & 13€ μειωμένο (φοιτητικό, ανέργων) |