ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ 2018 |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Γιώργος Παπαπαύλου Από την «Ορχήστρα των μικρών πραγμάτων» στον Ετεοκλή του «μύθου των Λαβδακιδών» Μια ιδιαίτερη παρουσίαση του ηθοποιού με την πλούσια θεατρική δράση και την ιδιαίτερη παρουσία, από τον συνεργάτη μας Παύλο Λεμοντζή.
Τον γνωρίσαμε στο «Γιοι και κόρες» του Γιάννη Καλαβριανού, όταν ήρθε στην Καβάλα. Τον αγαπήσαμε στον «Καβάφη», πλάι στην Μάγια Λυμπεροπούλου , όταν το ΔΗΠΕΘΕ μας ανέβασε την παράσταση στο Ιμαρέτ, με τον Αντώνη Κούφαλη να ερμηνεύει τον Αλεξανδρινό ποιητή. Όμως, ο ταλαντούχος νέος ηθοποιός (αν κι είναι φράση κλισέ είναι μια επιβεβαιωμένη αλήθεια) με την ωραία σκηνική παρουσία, την ιδιαίτερη μεταλλική φωνή, την υποκριτική του δεινότητα, τις διαρκείς συμμετοχές του σε αξιόλογες θεατρικές παρατάσεις, την ιδιαιτερότητα των ρόλων - ηρώων που έχει ενσαρκώσει επί σκηνής, κατάφερε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους ηθοποιούς της γενιάς του και όχι μόνο. Το όνομά του σήμερα στους θεατρόφιλους κύκλους είναι ένα εχέγγυο ποιοτικής δουλειάς. Δεν είναι προϊόν τύχης ούτε δημόσιων σχέσεων. Είναι αποτέλεσμα πολλής και σκληρής εργασίας- τριβής- ενασχόλησης , τόσο με τον χαρακτήρα που καλείται να υποδυθεί, όσο και με τον εσωτερικό του κόσμο. Πρόσφατα τον απολαύσαμε στο Φρούριο ως Ετεοκλή στην εξαιρετική παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, που σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Σταύρος Τσακίρης, «Οιδίπους -Ο μύθος της Ιστορίας του Κόσμου όπως τον είπαν οι Έλληνες» και με την ευκαιρία, ως παλιοί γνώριμοι( εγώ είμαι ο παλιός), κουβεντιάσαμε ήσυχα, όμορφα κι απλά κι είπαμε πολλά κι ενδιαφέροντα. Για τον ίδιο, για το θέατρο ως τέχνη και ως επάγγελμα, για την ευμετάβλητη κοινωνικοπολιτική κατάσταση, για την πολυεπίπεδη κρίση, για την παράσταση που περιοδεύει . «Είμαι παιδί των ομάδων, λέει ο Γιώργος Παπαπαύλου, ξεκίνησα με ομάδα μόλις τελείωσα τη δραματική σχολή. Επίσης, ήμουν στην «Μικρή Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» του Χρήστου Θεοδωρίδη, οπότε, όπως καταλαβαίνεις, «μεγάλωσα» θεατρικά μέσα στις ομάδες κι αυτή η εμπειρία είναι μάθημα συμβίωσης σε «οικογενειακό» περιβάλλον. Έχω την αίσθηση ότι τα πράγματα παντού και πάντα προχωρούν μέσα από τις ομάδες. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι οι ομάδες παράγουν απόλυτα ποιοτικό έργο. Επίσης, δεν πιστεύω στη συλλογικότητα της τελικής απόφασης. Ο ηνίοχος είναι ο σκηνοθέτης. Ιδέες θα συζητηθούν στην πρόβα αλλά το σχέδιο το υπογράφει ο ένας». Ο Πατρινός ηθοποιός είναι αριστούχος απόφοιτος της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης του Δήμου Αγίας Βαρβάρας και έχει συμμετάσχει σε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και εκ διαμέτρου αντίθετες σκηνικές δράσεις. Έχει παίξει, μεταξύ άλλων, στις παραστάσεις: «Λυκάων, περί πόθου απολογητικός» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, «Γιοί και Κόρες» σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Λουκά Θάνου, «Ως το τέλος» σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, «Μήδεια του Luigi Cherubini» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου, «Περάσματα» σε σκηνοθεσία Μίκαελ Ζάιμπελ, «Hit-heroes» σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Βασιλακοπούλου, «Οιδίπους Τύραννος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, «Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, « Ο Γλάρος » του Τσέχωφ στο Θέατρο Τέχνης, παράσταση για την οποία σημειώνει : « ο Γλάρος είναι το επιστέγμασμα μιας πολύ δημιουργικής χρονιάς με 5 παραστάσεις. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν μπορούσα να πω όχι ούτε στην συνεργασία μου με τον Κωνσταντίνο Χατζή και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στον «Αγαμέμνονα» ούτε στην πρόταση του Ένκε Φεζολάρι να κάνω τον «Συλλέκτη» του Τζων Φόουλς, έναν άκρως ενδιαφέροντα ρόλο. Την επόμενη σεζόν θα κάνω έναν μονόλογο από μια νουβέλα του Στρίντμπεργκ, που δραματοποίησε ο Αντώνης Γαλέος και θα σκηνοθετήσει ο Κ. Χατζής. Στη συνέχεια θ’ ασχοληθώ και με Σαίξπηρ αλλά είναι νωρίς να μιλήσω γι’ αυτό». Ο κόσμος της τηλεόρασης δεν του είναι οικείος ή καλύτερα, είναι αποστασιοποιημένος απ’ αυτόν. Θεωρεί ότι η υπερέκθεση μέσω αυτής τυποποιεί τον ηθοποιό και , ενώ τον ενδιαφέρει ο κινηματογράφος, το εμπόδιο είναι η έλλειψη δομής από πλευράς παραγωγής. Ο κινηματογραφιστής σήμερα, λέω εγώ, για να ολοκληρώσει μια ταινία- όνειρό του, παλεύει με θεούς και δαίμονες, ξετρυπώνει χορηγούς από απίθανα σημεία και υποκλίνεται εκεί όπου η υπόκλιση είναι προσβολή της προσωπικότητάς του. Κι επειδή η όποια κίνηση είναι πολιτική κατ’ ουσία, ο ένας λόγος φέρνει τον άλλον κι εκείνος κάνει στάση στην εξαιρετικά περίπλοκη πολιτική κατάσταση που βιώνουμε ως πολίτες και ως χώρα. Ο Γιώργος Παπαπαύλου είναι νέος άνθρωπος, ώριμο μυαλό μ’ ανοιχτούς ορίζοντες, μακριά από προκαταλήψεις και ταμπού, ελευθερία στον λόγο και στην κίνηση, αλλά είναι θυμωμένος νέος. Όπως πολλοί σαν κι αυτόν που είχαν όραμα και διαπιστώνουν απογοητευμένοι ότι δεν έχουν τίποτα, παρά μόνο τις δυνάμεις τους. Ένα πουκάμισο αδειανό και το «ΟΧΙ» που ψηφίσαμε, μια αυταπάτη και το ευοίωνο μέλλον της νεολαίας μας από μια Αριστερά που άλλα έλεγε κι άλλα πράττει. Ωστόσο, επαναλαμβάνει αυτό που πέρυσι πρωτοείπε : «κάποιες παραστάσεις που έχω κάνει μπορούν να φωτίσουν ή να ρίξουν λίγο χρώμα σ’ αυτό το μαύρο που σκεπάζει την ελπίδα κι εύχομαι να έχει συμβεί, αλλά δεν είμαι σίγουρος και δεν ξέρω ν’ απαντήσω πώς μπορεί η τέχνη να βοηθήσει μια κοινωνία που παραπαίει». Είναι προφανές, ότι εννοεί πως δεν ποιεί ήθος αλλά ερμηνεύει, υποκρίνεται και μεταφέρει το ήθος του ποιητή. Το κάνει με κατάνυξη και σεβασμό. Κι όσοι τον ξέρουν, τον είδαν, τον ακολουθούν στη διαδρομή του, γνωρίζουν ότι το υλικό που μεταφέρει είναι πολύτιμο. Και το μεταλαμπαδεύει στο κοινό. ΄Αρα, ανήκει στα ισχυρά όπλα. Μ΄ έναν κατασταλαγμένο άνθρωπο που ξέρει τι θέλει στη ζωή του, μ΄ έναν εξαιρετικά καλλιεργημένο τύπο που επιλέγει ανθρώπους κοινωνικά και ακαδημαϊκά μορφωμένους να σταθούν δίπλα του, μ’ έναν ηθοποιό σχετικά «φρέσκο» που, όμως, έχει διανύσει αρκετά χιλιόμετρα στη σκηνή κι έχει αναμετρηθεί νικηφόρα με σπουδαίους ρόλους υψηλών απαιτήσεων, μπορεί κανείς να κουβεντιάζει ώρες και να γεμίζει το δισάκι του με γνώσεις. Τυχεροί οι συνεργάτες του και οι φίλοι του. Ο Γιώργος Παπαπαύλου είναι επαγγελματίας ηθοποιός, ωραίος, πετυχημένος και δυνατός. Θα συνεχίσει να «αιματοδοτεί» την εγχώρια θεατρική σκηνή , κόντρα στις «αναιμικές» περιόδους κι έχει κι ένα μότο που τον εκφράζει απόλυτα: «πάρε θέση και πολέμα». |