Η ΠΟΛΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Ιφιγένεια Καφετζοπούλου |
Η Πόλη του Μάρτιν Κριμπ Το έργο Ο τίτλος του έργου διαλέγεται -ουσιαστικά μέσω της δημιουργίας μιας αντίθεσης- με τον τίτλο ενός άλλου έργου του ίδιου συγγραφέα με το όνομα Στην εξοχή. Η έννοια της εξοχής δημιουργεί στην αντίληψη του θεατή συνειρμικές διακλαδώσεις με κεντρικά μοτίβα την φύση, την απουσία εγνοιών, την ηρεμία, την άνοιξη, την αίσθηση μιας ταλάντωσης του χρόνου -πως όλα κυλούν αργά-. Όμως, ακόμη και σε αυτό το έργο του Κριμπ το μοτίβο της πόλης εξακολουθεί να στοιχειώνει τους ήρωες, στερώντας τους την δυνατότητα διαφυγής (ή υπεκφυγής;). Προκαλώντας έτσι ένα διακείμενο με το καβαφικό «η πόλις θα σε ακολουθεί» -όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Κριμπ-, όπου «η πόλις» λειτουργεί σαν σύμβολο του εαυτού και συγκεκριμένα των αναπόφευκτων ψυχικών βραχυκυκλώσεων που αυτός εμπεριέχει, αποτελεί βασικό μοτίβο του έργου. Η πόλη -αποτελώντας τον αντίθετο πόλο της εξοχής- λειτουργεί σαν έναν διαθλασμένο αντικατοπτρισμό της ταχύτητας, της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση των ανθρώπων-προϊόντων, δηλαδή αναλώσιμων, με πραγματικά εντυπωσιακό γεγονός την ευκολία με την οποία τους αντικαθιστούμε. Έτσι, η πόλη έχει καταλήξει να αποτελεί την σύγχρονη κανονικότητα, όπου όλα είναι αποδεκτά και επιτρεπτά, θυμίζοντας την καταφατική κουλτούρα του Marcuse. Όμως, η πόλη είναι ερειπωμένη και κατεστραμμένη, σα να έχει βομβαρδισθεί. Έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε μια εμπόλεμη ζώνη. Αλλά, η ερείπωση της πόλης δεν είναι ολοκληρωτική, δηλαδή δεν έχει εξαφανιστεί το ί χ ν ο ς της. Τα κτίρια, οι δρόμοι, τα σήματα υπάρχουν ακόμη, αλλά ως ίχνη, άρα η πόλη υπάρχει μεν ακόμη, αλλά σαν μια σκιά. Πρόκειται για μια οριοτοπία: η ύπαρξη στο όριο, σε ένα μεταίχμιο. Πρόκειται για ένα φάντασμα; Δηλαδή το μεταίχμιο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία; Και πόσο ευαίσθητη είναι η ισορροπία αυτή στο όριο; Η πόλη σαν αντανάκλαση των κατοίκων της: άνθρωποι-ίχνη λοιπόν, άνθρωποι-σκιές. Σαν μια ανάμνηση ανθρώπου οι άνθρωποι-φαντάσματα, με την έννοια του Αριστοτέλη πως «ουδέποτε τελεί άνευ φαντάσματος η ψυχή», εννοώντας πως ουδέποτε τελεί άνευ φαντασίας. Η φαντασία όμως έχει πάντα αντικείμενό της το μη πραγματικό. Πρώτο ερώτημα: άρα, η πραγματικότητα έχει βαλτώσει σε βαθμό τέτοιο, που έχει καταλήξει ασφυκτική και μόνη λύση αποτελεί η καταφυγή στο φαντασιακό; Δεύτερο ερώτημα: πόσο ρευστή και ακαθόριστη είναι η έννοια της πραγματικότητας; Καθώς πάντα υπάρχει αυτό που συμβαίνει και αυτό που θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε να συμβαίνει. Η παράσταση Μέσα από την σκηνοθετική οπτική του Χρίστου Λύγκα, ήδη από την έναρξη της παράστασης αναδεικνύεται η ιδιαίτερη αυτή ατμόσφαιρα του έργου. Το αφαιρετικό σκηνικό παραπέμπει άμεσα στην έννοια του ίχνους (όχι κτίριο, όχι σπίτι, αλλά το ίχνος ενός σπιτιού). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που αναπαρίσταται σκηνικά ο κήπος του σπιτιού: το σύμβολο του οξυγόνου και της άνοιξης έχει συρρικνωθεί, συμπιεσθεί και περιορισθεί σε ένα αυστηρά οριοθετημένο και συγκεκριμένο ορθογώνιο πλαίσιο. Οι καρέκλες, όπου κάθονται οι ήρωες είναι τοποθετημένες αντικριστά και σε απόσταση, ευνοώντας την αίσθηση πως οι ήρωες βρίσκονται απέναντι ο ένας από τον άλλον και όχι δίπλα. Ήδη, το στήσιμο αυτό εκκολάπτει την αποξένωση. Η αίσθηση αυτή της απόστασης υπογραμμίζεται παράλληλα, τόσο από τον φωτισμό, όσο και από την επιλογή της μουσικής. Πρόκειται για την χρήση ενός ψυχρού μπλε φωτισμού, που εντείνει την απουσία της συναισθηματικής ζέσης και εγγύτητας και παράλληλα για την χρήση μιας μουσικής με απουσία μουσικότητας και λυρισμού. Αντίθετα, ακούμε έναν ανησυχητικό και ωμό θορυβισμό, που ηχοποιεί ένα περιβάλλον μηχανοποιημένο. Το video-wall εντείνει το διαμορφωμένο κλίμα εισάγοντας το στοιχείο του ασπρόμαυρου: η απουσία χρωμάτων θυμίζει την αισθητική του γερμανικού εξπρεσιονισμού και εισάγοντας μια νότα νοσηρότητας. Η αργή κίνηση των φύλλων που πέφτουν δημιουργεί μια ισχυρή αντίθεση με την ταχύτητα και την απουσία του ρομαντισμού, προκαλώντας παράλληλα στον θεατή και μια αίσθηση απροσδιόριστης αναπόλησης ή προσμονής, αλλά και μιας αδιόρατης θλίψης, θλίψης που δημιουργεί επίσης και το μοτίβο της βροχής μα και του χιονιού που πέφτουν. Θλίψη που προκαλεί η ηρεμία με την οποία επιτελεί και θα συνεχίσει να επιτελεί η φύση το έργο της -που έρχεται σε αντίθεση με τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, την αγωνία ή την υπαρξιακή απελπισία των ηρώων- αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα αδιέξοδα. Είτε τώρα που αυτοί υπάρχουν, είτε όταν βυθιστούν στην ανυπαρξία. Σα να χλευάζει την προσκόλληση των ανθρώπων στη ζωή. Σε ότι αφορά τις ερμηνείες του Θοδωρή Οικονομίδη, της Ανδριανής Κυλάφη και της Σταυρούλας Καρτσακλή, πρόκειται για τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, που η λεπτομέρεια και η ποιότητα της δουλειάς που έχει προηγηθεί είναι τόσο βαθιά, σε σημείο που αυτό να γίνεται πλέον αόρατο και η εντύπωση που εισπράττει ο θεατής από την αμεσότητα και τον οργανικό χαρακτήρα των αντιδράσεών τους, είναι η ψευδαίσθηση πως αυτές δημιουργούνται στο εδώ-τώρα, στην στιγμή του παρόντος που εκτυλίσσεται η παράσταση. Δε φοβούνται τη σιωπή, αλλά αντίθετα την χρησιμοποιούν σαν βάση, η οποία δίνει τον χρόνο που χρειάζεται για να υφανθεί ή να ανατραπεί μια σχέση. Βλέπουμε μια ενιαία δύναμη πάνω στη σκηνή. Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη Παίζουν: Θέατρο «Δημήτρης Ροντήρης» Πλάκα (μετρό Ακρόπολη) Τιμές εισιτηρίων: Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά |